Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/25

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ θάλασσα23

ζει καὶ θὰ πάω. Θὲς τόρα, θὲς ἀργότερα, θὰ γυρίσω πάλι στὴν τέχνη μου.

Καθὼς τὸ ἄκουσε, ντύθηκε στὰ μαῦρα.

— Τὴν τέχνη σου! λέει· ναύτης θὰ πᾷς νὰ γένῃς! θὰ καταντήσῃς ναύτης πάλι!

— Ναί· ναύτης· δὲ μπορῶ. Μὲ κράζ’ ἡ θάλασσα!…

Μὰ ποῦ ἐκείνη! Νὰ μὴν τὸ ἰδῇ νὰ μὴν τ’ ἀκοῦσῃ. Ἄρχισε τὰ δάκρυα, τὰ παρακάλια· ριχνόταν ἀπάνω μου, μ’ ἔσερνε τοὺς κόρφους της, μὲ σκέπαζε μὲ φιλιά. Ἔβριζε τὴ θάλασσα, τὴν ψεγάδιαζε, τὴν καταριόταν. Τοῦ κάκου! Οὔτε οἱ κόρφοι, οὔτε τὰ φιλιά της μ’ ἔδεναν πιά. Ὄλα μοῦ φαίνονταν ἄνοστα καὶ τὸ κρεβάτι ἀκόμα.

Ἕνα ηλιοβασίλεμα ποῦ καθόμουν στὸ ἀκρωτῆρι, βλέπω μιὰ φρεγάδα μὲ γιομᾶτα πανιά. Θεόρατη πέτρα ἔμοιαζε στὴ θάλασσα. Ὅλα της τὰ ξάρτια ξεχώριζαν. Εἶδα τοὺς φλόκους, τὶς μαΐστρες, τοὺς παπαφίγγους, τὶς γάμπιες, τοὺς τρίγγους, τὰ πόμολα. Ἀκόμα καὶ τὸ σωτρόπι μπορῶ νὰ εἰπῶ πῶς εἶδα. Εἶδα τὴν κάμαρη τοῦ καπετάνιου μὲ τὸν Ἅϊ Νικόλα ψηλὰ καὶ τὸ καντήλι του ἀκοίμητο. Εἶδα τῶν ναύτων τὰ κλινάρια, ἄκουσα τὶς κουβέντες, ὀσμίσθηκα τὴν ξυλία τους. Εἶδα τὸ μαγερειό, τὰ νεροβάρελα, τὴν τρόμπα, τὸν ἀργάτη. Ἡ ψυχή μου μελαγχολικὸ πουλάκι κάθησε ἀπάνω της. Ἄκουσα τὸν ἀέρα νὰ σχίζεται στὰ ξάρτια καὶ νὰ τραγουδῇ τοῦ ναύτη τὴ ζωή. Πέρασαν ἐμπρός μου παρθένες ξανθές, μελαχροινές, μαυρομμάτες, ἀνθοστολισμένες καὶ γυμνοστῆθες νὰ μοῦ χαρίζουν φιλήματα. Εἶδα λιμάνια πολυθόρυβα, ταβέρνες γεμᾶτες ἀπὸ καπνοὺς καὶ κρασοπότηρα, σαν-