Τὰ χρειάστηκε ὁ καπετὰν Στραπάτσος· μοῦ ἔρριξε τὴ γούμενα. Πιάνω ἀπὸ μακριὰ καὶ θηλυκόνω καλὰ τὸν κορμὸ. Ἔπειτα πηγαίνω στὸ ἄλλο πλευρὸ καὶ ἀρχίζω πάλι μὲ τὸ λοστὸ τὶς ρίζες. Ἐκεῖνο δός του καὶ γλαυκόπαιζε τὰ μάτια σὰν νὰ ἤθελε νὰ μὲ μαγνητίσῃ. Ἐσειόταν καὶ τάραζε σὰν ψάρι· τὰ κλαδιά του, χταποδιοῦ ἀποκλαμοὶ λάγκευαν δῶθε-κεῖθε, κουλουριάζονταν, τίναζαν καταπάνω μου τ’ ἀκροδάχτυλά τους νὰ μὲ συλλάβουν. Μὰ ποῦ νὰ μὲ συλλάβουν! Καὶ ἂν δὲν ἤξερα καθόλου τὰ δολερὰ παιγνίδιά του, κι’ ἂν δὲν εἶχα ἀκούσει τὰ καμώματά του, τὰ σκέλεθρα ποῦ ἔβλεπα σφηνομένα ψηλά, ἦταν ἀρκετὰ νὰ μοῦ δείξουν τὸν κίνδυνο. Σὲ κάθε του ἀνακλάδισμα στρεῖδι κολλοῦσα στὰ πλευρὰ τοῦ μάρμαρου. Πόδα χέρια, μάτια, ὅλα δούλευαν σύγκαιρα. Καὶ ὁ λοστὸς ἀψύς, ξεκόλωνε ἕνα μὲ τὸ ἄλλο τ’ ἀντιρίμματα, τὰ ἔβγαζε ἀπὸ τὰ θαλάμιά τους, τὰ χώριζε ἀπὸ τὴν πέτρα ξεφλουδισμένα πολλὲς φορὲς κι ἄλλες φορὲς μὲ σκλῆθρες ἀπὸ χάλαρα, μὲ φόρτωμα ἀπὸ κοχύλια.
Τέλος κατάλαβα πῶς ἄρχισε νὰ λασκάρη. Ἔχανε τὸ στήριγμά του.
— Ἀπάνω! τσιμπάω.
Μὲ ἀνεβάζουν ἀπάνω. Γδύνομαι, γοργά, παίρνω τὴν πρώτη ἀνάσα. Μπρέ! Πῆρε καὶ σούρπωνε. Ἀντίκρυ τὸ Πήλιο ψήλωνε βαθυγάλαζο σὰν ἀπὸ λουλάκι. Τὰ χωριά του ἄσπριζαν στὶς πλαγιὲς σκόρπια μάρμαρα. Στὸ Βόλο ἄναβαν τὰ φῶτα καὶ ὁ οὐρανὸς ὁλοπόρφυρος ἀπὸ τὸ ἡλιοβασίλεμα, ἔβγαζε ἕνα-ἕνα τρεμόφεγγα τ’ ἀστέρια του. Μοῦ φάνηκε πῶς