ξανάζησα, ὅταν εἶδα μπρός μου γνώριμα πρόσωπα. Ξέχασα μιὰ στιγμὴ καὶ τὸ γιούσουρι καὶ τοὺς κόπους μου, καὶ τὴ δόξα μου ἀκόμη.
— Τί ἀπόκαμες; ρωτάει ὁ καπετὰν Στραπάτσος.
— Τόρα θὰ ἰδῇς τοῦ λέω πηδῶντας ἀπάνω. Ἔλα, παιδιά! τὰ κουπιά σας. Τὸ δέντρο θὰ τὸ σύρουμε στὸ νησὶ ἀπόψε.
— Μωρέ, τί λές! Δὲν ἔπαθες τίποτα; Δὲ σ’ ἄγγιξε τὸ στοιχειό!
Καὶ ρίχνονται ὅλοι ἀπάνω μου, μὲ ψηλαφοῦν, σφίγγουν τὰ κρέατά μου, κινοῦν τὰ μπράτσα μου καὶ ἀκόμη δὲν πιστεύουν πῶς εἶμαι γερός.
— Μὰ τραβᾶτε, παιδιά, λέω· τὸ δέντρο κόπηκε.
Ρίχνονται στὰ κουπιά· τραβοῦν μὲ δύναμη. Ναί! Ἀντὶ νὰ σύρῃ μπροστά, πίσω πήγαινε τὸ καΐκι μας.
— Μωρέ, μᾶς γελᾷς· λέει ὁ καπετάνιος ἀγαναχτισμένος. Τί μολογᾷς πῶς ἔκοψες τὸ γιούσουρι;
— Μὰ τὸν Ἅη Νικόλα, τὄκοψα· τοῦ κάνω· τράβα! Τ’ ἤθελες νὰ τ’ ἀποκόψω γιὰ νὰ μὲ πλακώσῃ ἀπὸ κάτω. Δυὸ τραβήματα θέλει καὶ θάρθῃ μὲ τὶς ρίζες του.
Ἀρχίζουμε πάλι τὸ τράβημα. Κάπου μιὰ ὥρα ἔτσι παιδευτήκαμε. Ἄκουες τοὺς σκαρμοὺς κι’ ἐτριζωβόλουν. Πεῖσμα ἔπιασε τοὺς ναῦτες καὶ ἀντρειεύονταν σὰν ξωτικά. Ὁ καπετὰν Στραπάτσος, ξετρελλαμένος ἀπὸ χαρὰ καὶ περηφάνεια, ψυχὴ ἔδινε σὲ ὅλους μὲ τὶς φωνές του:
— Ὠ-ώ!… Ὠ-ώ!… Γειά σας, παλληκάρια!… Ἲσα, λιοντάρια μου!… Ντροπή μας! Μωρέ, ἴσα τίγριδες!…