Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/242

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
240Λόγια τῆς πλώρης

μνὰ ποδάρια λάχτιζαν μὲ πεῖσμα τ’ ἄσαρκα μέτωπα, σὰν νὰ τοὺς ἔλεγαν: — Γιατί μᾶς φέρατε δῶ!

Ἀποπάνω μοῦ τσίμπαε ὁ καπετάνιος.

— Ἔλα, τόρα. Ἔλα καὶ δὲ θὰ κάμῃς τίποτα.

Δὲ θὰ κάμω τίποτα! Καὶ γὼ τὸ κατάλαβα. Μὰ καὶ μὲ τί μοῦτρα ν’ ἀνέβω ἀπάνω; Ποῦ τὸ στοιχειὸ τοῦ νησιοῦ μας πλιά; Ποῦ ὁ Ἅη Γεώργης! Ἄ, ὄχι· ἂν δὲν κατέβαινα, καλά· μὰ τόρα πάει! Μόλις ἔπεσε ὁ σίφουνας, σηκώνω τὸ τσεκοῦρι καὶ τοῦ καταφέρνω δεύτερη μὲ ὅλη μου τὴ δύναμι. Πέτρα νὰ χτύπαγα, τὸ λιγότερο θὰ ράγιζε· ἐκεῖνο τίποτα. Οὔτε σκλήθρα δὲν ἄνοιξε. Ἀντὶ νὰ πάῃ μέσα τὸ τσεκοῦρι, ἔφυγε πίσω δύο πιθαμές, τρεῖς, τέσσαρες σὰ νὰ κτυποῦσα σὲ λάστιχο. Πρέπει νὰ τὸ ξερριζώσω· πικροσυλλογίστηκα. Τσιμπάω ἐπάνω·

— Ρίχτε μου τὸ λοστό.

Μοῦ κατεβάζουν τὸ σύνεργο. Ρίχνω πέρα τὸ τσεκοῦρι καὶ ἀδράχνω τὸ λοστό. Ἀρχίζω στὶς ρίζες. Τυραννήθηκα καὶ γὼ δὲν ξέρω πόσο. Ὧρες ἐρχόνταν, ὧρες περνοῦσαν, καὶ γὼ μὲ τὸ λοστὸ στὸ χέρι. Μόνον στεκόμουν κάποτε νὰ πάρω ἀνάσα ἢ καὶ νὰ ρίξω γύρω καμμιὰ ματιά. Μποροῦσε τὸ σκυλόψαρο νὰ ριχτῇ ἀπάνω μου. Τέλος τσιμπάω πάλι:

— Ρίχτε μου τὴ γούμενα.

— Μωρ’ ἔλα πάνω· τσιμπάει ὅ καπετάνιος ἀνυπόμονος. Γιὰ σένα τὴ θὲς τὴ γούμενα; Ἔχουμε καὶ ψιλότερο σχοινί. Ἔλα πάνω· θὰ σοῦ κόψω τὸν ἀέρα!

— Κόβεις τὸν ἀέρα, μὰ σχίζω τὸ λάστιχα τοῦ ἀπαντῶ θυμωμένα. Ἢ ξέχασες πῶς ἔχω τὸ λάζο μαζί μου.