Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/241

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Τὸ γιούσουρι235

σῶμα θαρρεῖς καὶ μιὰ δύναμη. Ἀπάνω ὀρθοκάθεδρος ὁ κορμός, ἀρκουδοντυμένος, μὲ ρόζους ἐδῶ καὶ κεῖ κλειστοὺς στὸ πολυτρίχι μέσα, ὀργιὲς ψήλωνε. Καὶ ἀποκεῖ κλαδιά καὶ ἀντικλάδια μυριόρροζα, καμαρωτὰ κι’ ὁλόϊσα ἔφευγαν περαδῶθε, ψηλὰ καὶ χαμηλά, λὲς κι’ ἔπασχαν ν’ ἀποκλείσουν ὅλον τὸν πλατύχωρο κόρφο μὲ τὸ δίχτυ τους. Ὁλόγυρα τὸ νερὸ διάφανο, σὰν γυάλα τὸ σκέπαζε καὶ τὸ ἔλουζε τροφὴ μαζὶ καὶ ταῖρι, ἀνάσα καὶ κλίνη του. Καὶ κάτω ἀπὸ τὸ μαρμαρένιο βάθρο σκοτεινὴ ἔχασκε ἡ ἄβυσσο, κρύα καὶ ἄπατη.

Ἦβρα τὸ δέντρο στὸν ὕπνο του. Μὰ καὶ στὸν ξύπνο νὰ τὸ ἥβρεσκα ἴδιο ἔκανε. Ἂν ἦταν ν’ ἁρπάξω ἕνα κλαδὶ καὶ νὰ βγῶ ἀπάνω, καλά. Μὰ ἐγὼ ἤθελα νὰ τὸ κόψω σύρριζα. Γιὰ τοῦτο κατέβηκα ἐκεῖ. Ἔκαμα τὸ σταυρό μου, ξάμωσα τὸ τσεκοῦρι καὶ γκόπ! τοῦ κατάφερα τὴν πρώτη. Ξύπνησε Ὄφης. Καὶ ἀρχίζει ἀμέσως ἕνας σίφουνας, ἕνας χτύπος, ἕνα κακό, λὲς καὶ χύθηκαν ὅλα τὰ ρέματα ἀπάνω μου. Τὸ νερὸ χόχλασε, δάρθηκε κλωθογύριστα, σκότος πήδησε ἀπὸ τὴν ἄβυσσο κι’ ἔχασα ὅλα τὰ πάντα. Ἔκατσα χαμηλά, ἁρπάχτηκα σ’ ἕνα ρίζωμα νὰ μὴ μὲ σύρουν. Καὶ εἶδα ἄξαφνα τοὺς ρόζους τοὺς κλειστοὺς νὰ γλαυκοπαίζουν μάτια ἀράπικα καὶ νὰ χύνεται ἀστρίτης ἡ φλόγα ἀπάνω μου. Καὶ στὰ κλαδιὰ τὰ λευκοπράσινα εἶδα νὰ κρέμωνται τὰ σκέλεθρα, πομπὴ καὶ γάνα τῶν παλαβῶν ποῦ τόλμησαν νὰ τὰ βάλουν μαζί του. Στὸ βρούχημά του ἄκουσα κτύπο ξεχωριστό. Καὶ δὲν ἦταν ἄλλος παρὰ τὰ κόκκαλα ποῦ δέρνονταν μεταξύ τους καὶ τὰ γυ-