Κρύος ἴδρωτας μὲ πῆρε. Ἄρχισαν νὰ θολώνουν τὰ μάτια μου.
— Στὸ Θεό σου, καπετάνιε, τοῦ λέω· ἔχε ὑπομονή. Νὰ φέρουμε μιὰ βόλτα πάλι.
Οὔτε κεῖνος ὅμως, οὔτε οἱ λαμνοκῶποι μὲ ἄκουαν. Τὸ καΐκι γύρισε κι’ ἔφευγε γιὰ τὸ λιμάνι βαριεστισμένο καὶ κεῖνο. Ἐγὼ κρεμασμένος στὴν κουπαστὴ δὲν ἔπαυα νὰ κοιτάζω ζερβόδεξα, μὲ καρδιοχτύπι μεγάλο, σὰν νὰ ζητοῦσα τῆς μάνας μου τὰ κόκκαλα. Μάταια ὅμως! Τὸ νερὸ πρασινογάλαζο ἔφτανε ὡς κάτω στὸν πάτο καὶ μοῦ ἔδειχνε ξερὰ τὰ φύκια, ὄχτους ἐδῶ ἀπόκρημνους, ἐκεῖ ἀμμόστρωτες ἀπλωσὲς σουφρωμένες, ζεστές, κρεβάτια γιὰ τὶς νεράϊδες μαλακὰ κι’ ἀπάρθενα. Τὸ γιούσουρι ὅμως ὄχι· κανένα σημάδι γιὰ τ’ ὀνειρεμένο μου δεντρί. Ἔλεγα ν’ ἀφήσω τὸ γυαλὶ καὶ νὰ ξαπλωθῶ στὸ κατάστρωμα. Ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ θολὸ σύννεφο ἴσκιωσε μπροστά μου, πίσω ἔμεινε σὰν νὰ διάβηκε φάλαινα.
— Στόπ! φωνάζω· σταθῆτε!
Στάθηκε τὸ καΐκι, γύρισε πίσω στὰ νερά του καὶ εἴδαμε ὅλοι σὰν χιλιόχρονη βελανιδιὰ νὰ κάθεται στὸν πάγκο. Δὲν ἦταν λοιπὸν ψέμα, δὲν ἦταν παραμύθι! Ντύνομαι γοργά, παίρνω τὸ λάζο στὴ ζώση μου, ἕνα τσεκοῦρι στὸ χέρι καὶ βουτῶ κάτω. Μὰ καθὼς σήκωσα τὰ μάτια, σύγκρυο μ’ ἔπιασε. Καλὰ τὸ ἔλεγαν οἱ γέροντές μας. Τί ὁ διπίθαμος Ἀράπης! Τί Γοργόνα καὶ τί Ἄριστος! Τοῦτο εἶνε τὸ θάμασμα! Οἱ ρίζες του μελαψές, λεπιδοντυμένες βύζαιναν τὸ μάρμαρο, ἔμπαιναν στὶς σχισμές, ἀγκάλιαζαν τ’ ἀγκωνάρια, γάτζωναν τὶς ποδιές του, ἕνα