Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/239

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Τὸ γιούσουρι237

— Μωρέ, κοίτα νὰ βγάλουμε τὸ καρβέλι καὶ ἄφησε τὰ ὄνειρα! Μοῦ λέει τέλος ὁ καπετάνιος.

Δὲν ἀπελπίστηκα. Θὰ τὸν καταφέρω στὸ ὕστερο σκέφτηκα. Καὶ ἀλήθεια ἔδωκα-πῆρα τὸν κατάφερα μιὰ Κυριακὴ ποῦ δὲν ψαρεύαμε.

— Τί λές, πᾶμε; τοῦ κάνω.

— Μωρέ, ποῦ νὰ πᾶμε;

— Γιὰ τὸ γιούσουρι.

— Καὶ ποιὸς θὰ βουτήξῃ;

— Ἐγώ βουτάω· γι’ αὐτὸ ρωτᾶς!

Πήγαμε τέλος. Κοιτάζω μὲ τὸ γυαλὶ στὸν πάτο· πουθενὰ γιούσουρι! Φέρνω μιὰ βόλτα, δυό, τρεῖς, τίποτα! Ἄρχισα ν’ ἀπελπίζομαι. Μιὰν ἀπελπισία παράξενη. Τόσα χρόνια τὸ ἀνάστενα στὴ φαντασία μου, τὸ ἔβλεπα μπροστά μου, πάλαιβα μαζί του, τὸ νικοῦσα καὶ τόρα νὰ βγαίνουν ὅλα ψέματα! Δὲν μποροῦσα νὰ τὸ ὑποφέρω. Κάπου ἔπρεπε νὰ ὑπάρχῃ, κάπου νὰ τὸ συναντήσω, θὲς κάτω στοὺς βυθούς, θὲς πέρα στὸ ἀκρογιάλι, θὲς ἀπάνω στὰ σύγνεφα! Νὰ τὸ συναντήσω, νὰ μετρηθῶ μαζί του κι’ ἂς μὲ καταλύσῃ. Ἂς κρεμαστοῦν καὶ τὰ δικά μου κόκκαλα ἀπάνω του, ὅπως καὶ τῶν ἄλλων παλαβῶν. Ὄχι ὅμως νὰ μὴν τὸ γνωρίσω ποτὲ στὴ ζωή μου! Τότε γιατί ἔζησα τόσον καιρό, γιατί ἔγινα εἰκοσάχρονος, γιατί ἔμαθα τὴ θάλασσα, γιατί ἀνασκάλισα τοὺς βυθούς; Μονάχα γιὰ τὸ καρβέλι!

— Τραβᾶτε γιὰ τὸ λιμάνι· τραβᾶτε νὰ πιοῦμε καὶ καμμιά· εἶπε ὁ καπετάνιος βαριεστισμένος. Οἱ γερόντοι λένε κάποτε παραμύθια.