Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/238

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
236Λόγια τῆς πλώρης

τοι καὶ θὰ σταυροκοποῦνταν, θὰ ἔβλεπαν οἱ γυναῖκες καὶ θὰ τρόμαζαν· τὰ παλληκάρια καὶ θὰ ζηλοφθονοῦσαν, οἱ λυγερὲς καὶ θὰ ἔλεγαν: — Νὰ λεβεντονιὸς γιὰ νὰ γίνῃ ἄντρας μας! Δεύτερος Ἅη Γιώργης θὰ δοξαζόμουν στὸ νησί. Κι’ ἕνας τρόμος μυστικός, μιὰ λαχτάρα βασάνιζε κάθε τόσο τὴν ψυχή μου, μὴν προλάβῃ ἄλλος καὶ ἁρπάξῃ τὴ δόξα μου. Γυρεύεις τί γίνεται; Ἀλλὰ πάλι ἡσύχαζα μὲ τὴν ἰδέα πῶς ἄλλος ἀξιώτερός μου δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ γεννηθῇ. Καὶ ἀκόμη πίστεψα πῶς τὸ δεντρὶ ἐκεῖνο, δὲν καθόταν τόσους αἰῶνας ἐκεῖ στὸν ἀνήλιαστο θρόνο του, παρὰ γιὰ τὰ γίνῃ μιὰ μέσα δικό μου παίνεμα. Κι’ ἔτσι ἔκλεισα τὰ εἴκοσι χρόνια μου. Ψάρευα τὸ σφουγγάρι μὲ τὴ μηχανὴ τοῦ καπετὰν Στραπάτσου στὴν Ἔγριπο. Δῶσε ἀπάνω-δῶσε κάτω φτάσαμε καὶ στὸν κόρφο τοῦ Βόλου. Ἅρπαξα τὸν καιρό.

— Τί λές, καπετάνιε; Κάνουμε τὴν ἀπόπειρα.

— Ποιά;

— Πᾶμε νὰ κόψουμε τὸ γιούσουρι;

Γέλασε ὁ καπετὰν Στραπάτσος· γέλασαν καὶ οἱ ἄλλοι· γέλασα τέλος καὶ γώ. Δὲν τολμοῦσα νὰ κάνω τὸ σοβαρό.

— Ρέ, τί λές; μοῦ κάνει· εἶσαι στὰ σύγκαλά σου ἢ νὰ στείλω γιὰ τὸν παπᾶ; Ἀμή!… πῆγαν τόσοι καὶ τόσοι καὶ δὲν ἔκαμαν τίποτα καὶ θὰ κάμουμε μεῖς;

— Γιατὶ ὄχι; Εἴμαστ’ ἀδέξοι ἐμεῖς; Ἔπειτα—ἄκου νὰ σοῦ εἰπῶ—ἐκεῖνοι πῆγαν μὲ τὴν πέτρα. Μιὰ βουτιὰ κι’ ἀπάνου. Τί θὲς νὰ κάμουν μὲ μιὰ βουτιά;