Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/237

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Τὸ γιούσουρι235

— Ὄχι, μὲ τὴν πέτρα, σὰν τοὺς Καλυμνιῶτες. Ποῦ μηχανὲς στὸν καιρό μας!

— Ἐγὼ σὰ μεγαλώσω θὰ πάω νὰ τὸ κόψω· εἶπα μὲ πεῖσμα.

Ἐνόμιζα πῶς θὰ ἔλεγε ὄχι· πῶς θὰ φρόντιζε μὲ χίλια-δυὸ νὰ μ’ ἐμποδίσῃ· πῶς θὰ μοῦ διηγῶταν ἱστορίες τρομερὲς γιὰ ν’ ἀπελπιστῶ. Τίποτα! Μιὰ στιγμὴ μὲ κοίταξε συλλογισμένος ἀπὸ τὰ πόδια ὥς τὴν κορφή, σὰν νὰ μετροῦσε τὸ ἀνάστημά μου· χαμογέλασε.

— Καλά· σὰ μεγαλώσῃς νὰ πᾷς· εἶπε μὲ τὴν πρώτη του ἀπάθεια. Τόρα ποῦ εἶσαι μικρὸς σύρε νὰ μάθῃς τὴ θάλασσα.

Πῆγα κι’ ἔμαθα τὴ θάλασσα. Ναυτόπουλο ἔγινα, ἔπειτα ναύτης. Εἶδα φουρτοῦνες, χιονιές, ἀγριοκαίρια. Πῆγα καὶ μὲ τὰ σφουγγαράδικα στὴ Μπαρμπαριά. Μὰ καὶ ναυτόπουλο καὶ ναύτης καὶ σφουγγαρᾶς, δὲν ξέχασα τὸ στοιχειωμένο γιούσουρι καὶ τὸ λόγο ποῦ ἔδωκα στὸν πατέρα μου. Μαζὶ μὲ τὸ κορμὶ μεγάλωνε κι’ ὁ πόθος μέσα μου, σὰν νὰ τὸν εἶχα στὸ αἶμά μου. Ἐγὼ ἤθελα νὰ κόψω τὸ γιούσουρι, στὴν ἀνάγκη νὰ τὸ ξερριζώσω καὶ νὰ τὸ σύρω πίσω ἀπὸ τὸ καΐκι στὸ νησί μας. Θὰ τὸ ξάπλωνα στὴν ἀμμουδιὰ θρασίμι καὶ θὰ ἔβανα διαλαλητὴ νὰ διαλαλήσῃ σὲ ὅλη τὴ χώρα: — Ἐβγᾶτε, χωριανοί, νὰ ἰδῆτε τὸ μέγα θάμα! Τὸ στοιχειὸ τῆς θάλασσας, νικήθηκε ἀπὸ τοῦ νησιοῦ μας τὸ στοιχειὸ, τὸν Γιάννο Γκάμαρο. Τρέμουν-τρίζουν τὰ βουνά! Ἐβγᾶτε, χωριανοί, νὰ ἰδῆτε καὶ νὰ εἰπῆτε!…». Θὰ ἔτρεχε ἀμέσως μελίσσι ὁ λαός· θὰ ἔβλεπαν οἱ θαλασσογέννη-