Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/236

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
234Λόγια τῆς πλώρης

— Μπά! τοῦτο εἶνε τὸ γιούσουρι; τὸ κόβουν λοιπόν;

— Τὸ κόβουν λέει; Ἀφοῦ τόχεις στὰ χέρια σου! Ἔκοψα πῆχες, ὅταν ἤμουν σφουγγαρᾶς.

— Γιατὶ δὲν πᾷς λοιπὸν νὰ κόψῃς καὶ τὸ γιούσουρι τοῦ Βόλου.

Πέτρωσε εὐθὺς τὸ χαμόγελο στὰ χείλη του· σοβαρεύτηκε τὸ πρόσωπό του. Γύρισε καὶ μὲ κοίταξε ἀφαιρεμένα, σὰν νὰ ἔλειπε ὁ νοῦς ἀπὸ τὸ κεφάλι του·

— Ἄ! εἶπε. Τὸ γιούσουρι τοῦ Βόλου δὲν εἶνε τὸ ἴδιο. Πῆγα μιὰ φορὰ καὶ γώ. Μὰ λίγο ἔλειψε ν’ ἀφήσω δίχως ἄντρα τὴ μάνα σου.

— Ἀφοῦ κόβεται!…

— Κόβεται ὅταν εἶνε μικρό. Κάτω στὴ Μπαρμπαριὰ εἶνε δάση ὁλάκερα. Ἐκεῖ ποῦ ψαρεύουν τὸ σφουγγάρι ἁρπάζουν καὶ κάνα κλαρί. Ἔτσι κλεφτά, στὴν ὥρα ποῦ κοιμᾶται. Ἅμα ὅμως ξυπνήσῃ, δὲν τὸ κόβει οὔτε ἡ ρομφαία τοῦ Ἀρχάγγελου.

— Τὸ γιούσουρι τοῦ Βόλου δὲν κοιμᾶται;

— Κοιμᾶται· μπορεῖ νὰ κάμῃ δίχως, ὕπνο; Μὰ ἐκεῖνο στοίχειωσε πιά! ζῇ μὲ τοὺς αἰῶνες. Ποιὸς ξέρει ἀπὸ πότε; Νὰ ἰδῇς τῶν παλαβῶν τὰ κόκκαλα πῶς κρέμονται πολυέλαιοι ἀπάνω του!…

Καὶ τὸ βλέμμα του κάπως δειλὸ στυλώθηκε ἀπάνω σὲ μιὰ στάμνα, ποῦ ἔστεκε σπασμένη στὴν αὐλή· τὸ μέτωπό του σούφρωσε, καὶ κέρωσε, λὲς κι’ ἔβλεπε ὀχιὰ νὰ προβάλῃ ἀποκεῖ.

— Ἐσύ, πατέρα, πῶς πῆγες; Μὲ τὴ μηχανή; ξαναρώτησα.