ποῦ ἔφαγε τὴ λαμπηδόνα. Καὶ πέρα βαθειά, στὸ σκοτάδι μέσα, ἄστραψε γοργά, ἄσπρισε ἡ θάλασσα καὶ τὰ πανιά μας, κεραυνὸς χύθηκε χαλκόστερνος καὶ τρανταχτός. Ἄτρομος ἀπαντοῦσε ὁ δαίμονας στὸν ψώφιο ἀλαλαγμό μας. Ἀπελπίστηκα.
— Τὸ γουροῦνι, παιδιά! τί τὸ φυλᾶτε τὸ γουροῦνι! φώναξα.
— Δὲ σκούζει, καπετάνιε! μοῦ λέει ὁ Μπίρκος.
Τρέχω κοντὰ τὸ κλωτσάω, τὸ σπρόχνω, τραβῶ τὶς τρίχες, τοῦ ξερριζώνω τ’ ἀφτιά. Τίποτα! Τὸ θρεφτό μας συμμαζωμένο στὴν πλώρη, κλινάφτικο, μὲ τὴ μουσούδα χωμένη σὲ μιὰ νεροκολοκύθα, ἔμενε ἀκίνητο ἀπάνω στὰ νερά του καὶ δὲν ἔβγαζε γρὺ ἀπὸ τὸ φόβο του. Καὶ τὸ ἀστροπέλεκο ἔλαμπε κι’ ἐβρόντα ὁλόγυρά μας, ἀριστερά, δεξιά, ἐμπρὸς καὶ πίσω μας γοργό, λὲς καὶ βιαζόταν νὰ κατακάψῃ τὰ σύμπαντα. Ἡ σκούνα κυματόδαρτη, ἀνεμοπαρμένη σπαρτάριζε σύγξυλη, λάγκευε τρελλὴ κι’ ἔτρεχε μπροστὰ νὰ ξεφύγῃ τὸν κίνδυνο. Κατάπλωρα τὸ Στρόμπολι ἀόρατο μέσα στὸ σκοτάδι, τίναζε κάθε λεφτὸ φλόγες θεόψηλες ἀπὸ τὸ ἀνήσυχο στόμα του, ξερνοῦσε πέτρες κόκκινες καὶ λάβα, ποῦ ροβολοῦσε ποτάμι πύρινο κάτω κι’ ἔβαφε αἷμα τὰ σκοτεινὰ νερά. Καὶ τὸ σκυλὶ τοῦ σύντροφου, τὸ ράθυμο καὶ μουλωχτό, ἀναμαλλιασμένο τόρα ἀπὸ τοὺς κλώτσους τῶν ναυτῶν καὶ τὸν τρόμο του, ἔκατσε μὲ πεῖσμα στὸ τσιμποῦκι καὶ οὔρλιαζε δείχνοντας σπαθιὰ τὰ δόντια του στὸν κεραυνό, σὰν νὰ ἤθελε νὰ τὸν φοβερίσῃ. Μὰ τὸ ψωμάκι, σάστισα. Πρώτη φορὰ ποῦ σάστισα στὴ ζωή μου.