Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/232

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
230Λόγια τῆς πλώρης

— Βόηθα, τύχη τῆς Σμαρῶς· εἶπα μέσα μου.

Ἕνας βρόντος φοβερὸς ἔκοψε στὴ μέση τὸ στοχασμό μου. Βρῶμα καὶ θειάφι καὶ φῶς μὲ τύφλωσαν εὐθύς· ἔπνιξαν τὸν ἀνασασμό, ἔγδαραν τσιγκέλια τὰ στήθη μου. Τὸ ἀστραπόβολο ἔπεσε σούβλα πύρινη στὸ κατάστρωμα. Τετέλεσται! Ἡ καταραμένη εὐχὴ τοῦ Κάργα καὶ μὲ τὸ παραπάνω ἀκούστηκε. Καλὸ πνίξιμο! Πάει τόρα ἡ σκούνα, πᾶνε τὰ νιφιάτικα, πάει καὶ ὁ καψογαμπρὸς στὸν πάτο.

— Νὰ τὸ ἤξερες, καϋμένη μάνα, καὶ ν’ ἄναβες ἕνα κερὶ στὸν Ἅη Νικόλα! σκέφτηκα.

Τρέχω νὰ βρῶ τὸ δρόμο τοῦ ἀστραπόβολου, γυρίζω στὸ κατάστρωμα, πασπατεύω ἐδῶ, ψαχουλεύω ἐκεῖ· τίποτα δὲν βλέπω. Οἱ ναῦτες ὁλόγυρά μου μὲ τὰ χάλκινα σκεύη νεκρὰ στὰ χέρια τους, πανιασμένοι γύριζαν ἀρκουδίζοντας, ἔπιαναν τὰ σανίδια, ψηλαφούσανε τὶς κουπαστές. Ὅμως ἡ «Ἅγια Μαῦρα» σὰν νὰ μὴν αἰσθανόταν πληγῆ ἀπάνω της, λάγκευε ἀκόμη στὰ κύματα, ἔφευγε ἐπάνω στὸ ἡφαίστειο. Στὰ κατάρτια της ψηλά, στοὺς φλόκους, στὰ πινά, στὶς στραλιέρες τὰ Τελώνια ἔπαιζαν τὸ ὠχροκίτρινο φῶς τους. Καὶ ὁλόγυρα οἱ ἀστραπὲς καδένες ἔσχιζαν τὸ κατάμαυρο χάος, σὰν νὰ ἔστηναν φλογερὸ σύνορο στὸ δρόμο μας.

— Βαρᾶτε, μωρέ, καὶ μᾶς ἔπνιξαν! φωνάζω.

Ἄρχισε πάλι ὁ χαλκόστομος ἀλαλαγμὸς κάτω ἀπὸ τὰ κατάρτια. Ὅμως στὸ κάτασπρο φῶς μιᾶς ἀστραπῆς κάνω ἔτσι καὶ βλέπω τὸν Κριτσέπη, μὲ κερὶ τοῦ Ἐπιταφίου στὸ χέρι νὰ κυνηγᾷ ἀπὸ τὰ στράλια τὰ Τελώνια. Τὸ σίμωνε ἀπάνω τους, ἔφευ-