Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/230

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
228Λόγια τῆς πλώρης

τια μου· ἀνατρίχιασα. Τὰ χαμήλωσα κι’ ἀνατρόμαξα. Τελώνιο ἦταν ἐκεῖ, λαμπυρίδα ὠχροκίτρινη, συχαμερὴ μύξα. Μὰ ὁ σύντροφος μὲ τὸ χαμογέλαστο πρόσωπό του, μοῦ φάνηκε φοβερώτερο Τελώνιο, ψυχωμένος Σατανᾶς ἀπὸ κείνους ποῦ τελωνίζουν τὶς ψυχές! Ἄφηκε, εἶπα, τὸ σκοτεινό του θρόνο καὶ ἦρθε στὴ γῆ νὰ τελωνίσῃ καὶ τὴ δικὴ μου ψυχή.

— Καλὸ πνίξιμο! σφύριξε πάλι στ’ ἀφτιά μου. Καὶ πρὶν κουνηθῶ ἀπὸ τὴ θέση μου ἔφυγε μακριά, τριποδίζοντας στὸ κατάστρωμα καὶ οὐρλιάζοντας σὰν τρισκατάρατος.

— Τὰ φῶτα!… Σβύστε τὰ φῶτα!… φώναξα εὐθύς.

Μὰ οἱ ναῦτες εἶχαν ἰδῆ τὰ Τελώνια καὶ πρόβαλαν στὸ κατάστρωμα μὲ ὅλα τὰ χάλκινα τὰ σκεύη τοῦ μαγεριοῦ. Ταψιά, τετζερέδες, λεβέτια, καπάκια ἔπαιζαν τόρα στὰ χέρια τους κι’ ἔβγαζαν σωστὸ δρολάπι ἀπὸ ἤχους καὶ φωνές. Νευρικὸ τὸ μέταλλο ἄστραφτε, οὔρλιαζε, τὰ στέρνα του ξέσκιζε ἄπονα, τρανολαλοῦσε μὲ πάταγο, ἔκραζε μὲ ρυθμό, ἔσπρωχνε κύματα ὀργῆς καὶ λύσσας νὰ κουρελιάσῃ τὸ στερέωμα. Κλαγγή, δοῦπος, στρίγγλισμα, κραυγή, θρῆνος σμιχτὰ ὅλα, περιπλεχτά, ὡρμοῦσαν ἐδῶθε-κεῖθε, τάραζαν τὸ σκαφίδι, λάμπαζαν τὴν ἄβυσσο. Τὰ Τελώνια ὅμως ἔμειναν σκαλωμένα στὴ θέση τους, περιφρονῶντας τὴν ταραχὴ καὶ τὸ θόρυβο. Τόρα δὲν ἦταν δυό, δὲν ἦταν τρία· ἦταν ἑκατὸ—χίλια. Τ’ ὠχροκίτρινο φῶς τους ἔφευγε περαδῶθε στὸ πλωριὸ κατάρτι, στὸ πρυμιό, στοὺς φλόκους, στὰ πινά, στὶς στραλιέρες· ἅπλωνε κι’ ἔσβυνε κινούμενο σὰν φίδι