εἶναι καραβοκυροπούλα καὶ δὲ μπορεῖ παρὰ νὰ πάρῃ καραβοκύρη.»
— Τ’ ἀκούς! μοῦ λέει· δὲν εἶναι ψέμα, ἔ;
— Ὄχι βέβαια· δὲν εἶναι ψέμα, τοῦ ἀπάντησα ἥσυχος. Ξέρεις πῶς τὸ Σμαρὼ τ’ ἀγαποῦσα ἀπὸ τότε ποῦ εἴμαστε μικρὰ παιδιά.
— Καὶ γὼ τ’ ἀγαποῦσα· εἶπε κεῖνος. Καὶ γὼ ἀπὸ τότε τ’ ἀγαποῦσα καὶ τόρα τ’ ἀγαπῶ καὶ θὰν τ’ ἀγαπῶ ὅσο ζῶ καὶ ζεύω! Νὰ μὴν ἁπλόνω ἐκεῖ, ποῦ δὲ φτάνω! Καὶ γιατὶ δὲ φτάνω ἐγὼ στὸ Σμαρώ; Σὲ τί εἶσαι σὺ καλύτερος ἀπὸ μένα; Τ’ ἔχεις περσότερο; Καραβοκύρης ἐσύ, καραβοκύρης καὶ γώ. Ἴσα τὴν ἔχουμε τὴ σκούνα. Μισὴ καὶ μισή. Θὲς τόρα νὰ πάρω τὸ μπαλντᾶ καὶ νὰ τὴν χωρίσω στὴ μέσῃ;
Σηκώθηκε ἀγριοπρόσωπος, γύρισε τὰ μάτια του ζερβόδεξα, σὰν νὰ ζητοῦσε τὸ μπαλντᾶ νὰ χωρίσῃ στὴ μέση τὴ σκούνα. Εἶδα πῶς ἦταν νὰ πάρῃ τέλος ἡ κουβέντα μας. Ἤθελα ὅμως καὶ νὰ τὸν πειράξω λιγάκι.
— Τί τὰ θέλεις αὐτά· ψιθύρισα. Τὸ Σμαρὼ μὲ παίρνει γιατὶ μ’ ἀγαπᾷ.
— Σ’ ἀγαπᾷ! ἐκείνη σ’ ἀγαπᾷ!… Ἐσένα!… χμ!…
Νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθεια τὸν λυπήθηκα. Δὲν πίστευα πῶς ἀγαποῦσε τόσο τὸ Σμαρώ. Σὲ τέτοια διαστρεμμένη ψυχὴ δὲν πίστευα νὰ χωρῇ τόση ἀγάπη.
Γύριζα στὸ κάσαρο μὲ τὰ χέρια πίσω, συλλογισμένος. Ἄξαφνα νιώθω νὰ τραβᾷ κάποιος τὸ μουσαμᾶ μου. Στρέφω καὶ τὸν βλέπω νὰ μοῦ δείχνῃ κάτι μὲ τρεμάμενο χέρι ψηλὰ στὸ κατάρτι. Σήκωσα τὰ μά-