τροναύτης, ποῦ πίστεψε πῶς ἦταν πορφυρογέννητος. Ὅλα τὰ ἤξερε καὶ ὅλα τὰ ὥριζε. Γῆ, θάλασσα, οὐρανός, πλεούμενα ὅλα δικά του. Κι’ ἂν δὲν ἦταν δικά του, δὲν ἔπρεπε νὰ εἶναι καὶ ἀλλουνοῦ! Μοναδικὸς στὸ εἶδος του, μοναδικὸς στὴν τέχνη του.
Ἀπελπισία μ’ ἔπιασε. Πέταξε ἡ ὄρεξη γιὰ τὴ δουλειά, πέταξαν καὶ τὰ ὄνειρα. Ὁ ἀητὸς ἔχασε τὰ φτερά του κι’ ἔμεινε χεροδούλης καὶ ψωμοζήτης στὴ γῆ. Ψωμοζήτης μὰ πονόψυχος. Ἤξερα ποιὸς μοῦ ψαλίδισε τὰ φτερὰ καὶ ὅμως λυπόμουν νὰ τὸν διώξω. Μᾶς ἦρθαν δύσκολες χρονιές. Πάθαμε ζημιὲς στὰ ταξίδια. Ἂν ἤθελα νὰ χαλάσω τὴ συντροφιά, δὲ θὰ ἔπαιρνε ὁ Κάργας οὔτε τὸ ἀπόθεμα. Ἂς πάῃ νὰ χαθῇ! σκέφτηκα. Ὁ πατέρας μου τὸν ἔκαμε ἄνθρωπο· δὲν πρέπει ἐγὼ νὰ τὸν καταστρέψω.
— Τί λόγο εἶπες, βλάμη, τὸν ρωτάω τόρα.
— Τὸν εἶπα· μοῦ ἀπαντᾷ μὲ θυμό. Φοβᾶσε μὴν ἀληθέψῃ; Μὴ φοβᾶσαι!…
— Μπά· τί νὰ φοβηθῶ; ψιθύρισα κάνοντας τὸν ἀδιάφορο. Μὰ γιατὶ νὰ εἰπῇς τὸν κακό σου λόγο;
— Τὸν εἶπα. Μὰ δὲ μοῦ λές. Ἀλήθεια παίρνεις τὸ Σμαρὼ γυναῖκα;
Καὶ χωρὶς νὰ περιμένῃ ἀπάντηση, ἔβγαλε ἕνα τσαλακωμένο χαρτί, σίμωσε στὸ φανὸ τῆς πυξίδας καὶ διάβασε τρεχάτα. «Τὸ Σμαρώ, παιδί μου, δὲν εἶνε γιὰ σένα. Ἡ Μαριὼ τοῦ Καπετὰν Τραχήλη τὴν ἀρρεβώνιασε μὲ τὸ γιὸ της τὸν προστάτη σου. Ἔπειτα μάθε καὶ τὴ δική μου συμβουλή. Μὴν ἁπλώνεις τὸ χέρι σου ἐκεῖ ποῦ δὲ φτάνεις. Τί ἔχεις νὰ κάμῃς ἐσὺ μὲ τὸ κορίτσι τοῦ καπετὰν Πανώργιου; Ἐκεῖνο