Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/227

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Τελώνια225

δι. Τὸν ἀργάτη τὸν ἔβαψε πράσινο, τὴν κάμαρη κόκκινη· τὸ μαγεριὸ κατάμαυρο· τὰ κατάρτια κίτρινα. Ἔπειτα ἤθελε νὰ βάψῃ καὶ τὸ σκαφίδι. Ἦταν γαλάζιο, φρεσκοβαμμένο.

— Ὄχι γαλάζιο, λέει· κάτασπρο εἶναι ὀμορφότερο.

— Μὰ τὸ ἄσπρο λερώνει εὔκολα. Ἔπειτα δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀκόμα.

— Ἔχει-δὲν ἔχει θὰν τὸ βάψω. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ βλέπω μὲ τέτιο χρῶμα. Στὸ στομάχι μοῦ κάθεται.

Τί νά τοῦ εἰπῶ; εἶχε μανία στὸ ἄλλαγμα. Τὸ κεφάλι του ἴδιος μπούσουλας· οὔτε κάρτο δὲν ἔμεινε στὴ θέση του. Ἀπὸ τ’ ἄψυχα ρίχτηκε σὲ λίγο καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Ἔδιωχνε τὸν ἕνα, ἔπαιρνε τὸν ἄλλο, ἔβριζε τὸν τρίτο. Ἔπειτα ρίχτηκε στὸν καραβόσκυλο τὸν Ζέπο μας, ποῦ τὸν εἶχε ὁ μακαρίτης ζωὴ μαζί του! Τὸν ἔδερνε, τὸν κλωτσοῦσε τὸν ἄφινε νηστικό. Τέλος μιὰ νύκτα τὸν ἔπνιξε μισοκάναλα κι’ ἔφερε ἀπὸ τὴ Μεσσήνα ἕνα κοπρόσκυλο ποῦ βαριόταν καὶ ν’ ἀλυχτήσῃ.

— Μωρὲ γιατί, βλάμη; τὸν ρωτῶ.

— Ἔτσι· δὲν τὰ θέλω τέτοια στὸ καράβι μου.

Στὸ καράβι του! Δὲν κρατήθηκα περισσότερο.

— Ἄκουσε, Λάμπρο· τοῦ λέω. Ἐγὼ δὲ σ’ ἔβαλα ἀφέντη ἐδῶ μέσα· σ’ ἔβαλα σύντροφο.

— Σύντροφο, μοῦ ἀπαντάει μὲ θυμό, γιὰ νὰ σοῦ ἀνοίξω τὰ μάτια.

Τόρα κατάλαβα! Δὲν ἔχει μονάχα μανία στὸ ἄλλαγμα παρὰ κάτι περισσότερο. Ἤθελε νὰ φαίνεται στῆ σκούνα μοναχὸς καραβοκύρης. Τὸν ἔτρωγε τὸ ἐγώ του. Τόσο ξιπάστηκε μὲ τὸ καπετανλίκι ὁ χον-