Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/226

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
224Λόγια τῆς πλώρης

— Τί φόρτωμα;

— Μοσχοκάρυδα, βανάνες, καφέδες, ζαχαροκάλαμο… Καὶ σεῖς;

— Διαμαντόπετρες, μπιρλάντια, μεταξωτά, κεχριμπάρι, φίλντισι!

Καὶ ὅταν τελείωνε τὸ ταξίδι γύριζε καθένας στὸ νησὶ φορτωμένος κολωνᾶτα.

— Καὶ σὰ γυρίσῃς πίσω; ρώταε ἕνας τὸν ἄλλον.

— Θὰ πάρω τὸ Σμαρὼ γυναῖκά μου.

Τέλος, ὅταν ἀπέθανε ὁ καπετὰν Τραχήλης, ἔγινε σύντροφος στὴ σκούνα ὁ Κάργας. Ἀλλὰ μόλις κλείσαμε τὰ συμβόλαια, μπῆκε μέσα διαφορετικὸς.

— Τὸ δοιάκι, λέει δὲ μ’ ἀρέσει.

— Γιατί;

— Ἔτσι· ἔχει κεφάλι φιδιοῦ. Νὰ τὸ κάνουμε σκυλιοῦ.

— Μὰ τί σὲ πειράζει φίδι-σκυλί; Τὴ δουλειά του τὴν κάνει.

— Δὲν τὴν κάνει.

Καὶ φράπ! στὴ φωτιὰ τὸ δοιάκι. Ἔκαμε κεφάλι σκυλιοῦ. Ἔπειτα ἄρχισε γιὰ ὅλα τοῦ καραβιοῦ. Πᾶνε οἱ μπαμπάδες, πᾶνε οἱ μοῦρσοι, πᾶνε τὰ πόμολα. Εἴχαμε φιγούρα ἕνα Μακεδόνα· δὲν τοῦ ἄρεσε.

— Νὰ βάλουμε, λέει, δέλφινα.

Ἔβαλε δίλφινα. Τὸ πομπρέσο εἶχε σκαλισμένον ἕνα σταυρὸ στὴν ἄκρη.

— Ὄχι σταυρό, λέει· λουλοῦδι θὰ βάλω.

— Μὰ τί σὲ πειράζει σταυρὸς-λουλοῦδι: Ἴδιο εἶνε.

— Ὄχι· καλύτερα λουλοῦδι.

Ἄλλα ἔξοδα πάλι. Ἔβαλε στὸ πομπρέσο λουλοῦ-