τοῦ παιδικοῦ μου φίλου καὶ σύντροφου στὴ σκούνα. Μαζί του βίζαξα τὸ γάλα τῆς μάνας μου, μαζὶ ἀνατράφηκα στὴ σκούνα τοῦ πατέρα μου· μονόημερα ἵδρωσαν οἱ τρίχες στὰ χείλη μας. Ἡ μάνα του πέθανε πρὶν νὰ τὸν ἀποκόψῃ. Ὁ πατέρας του πνίγηκε στὸ Καβοντιλάρμε τῆς Καλάβριας πρὶν νὰ τὸν χαρῇ παλληκάρι. Ἀπόμενε ὀρφανὸς καὶ πεντάφτωχος. Ὁ δικός μου τὸν πῆρε στὸ σπίτι, μᾶς ἀδέρφωσε. Μαζὶ στὸ σχολειό, μαζὶ στὰ παιγνίδια. Πάντα οἱ δυό μας. Ὄχι δυό· ψέματα· οἱ τρεῖς μας ἔπρεπε νὰ εἰπῶ. Γιατὶ καὶ τὸ Σμαρὼ ἦταν μαζί μας πάντα, τὸ Σμαρὼ ἀκριβὴ χαρὰ καὶ μοναχὸς καυγᾶς μας.
Ἄξαφνα ὅμως μᾶς ἄδραξε ὁ πατέρας καὶ μᾶς ἔρριξε στὴν «Ἅγια Μαύρα». Μᾶς μάγεψε ἡ θάλασσα. Ὅλες οἱ κουβέντες μας γιὰ τὰ πλεούμενα. Ὄνειρό μας ἦταν νὰ μποῦμε σὲ μεγάλο καράβι, ἕνα μπάρκο, μιὰ νάβα, σὲ μεγαλείτερο ἀκόμη! Νὰ βάνῃ μέσα χίλια κοιλά· πέντε, δέκα, ἑκατὸ χιλιάδες κοιλά. Καὶ νὰ ἔχῃ πολλὰ πανιά· δάσος κατάρτια, σχοινιὰ-σύρματα! Καὶ νὰ ταξιδεύουμε μακριά, πολὺ μακριά, σὲ ἀπέραντα πέλαγα, πίσω τοῦ ἥλιου. Καπετάνιος ἐγώ, καπετάνιος ἐκεῖνος νὰ σμίγουμε στὴ βόλτα καὶ νὰ χαιρετιόμαστε:
— Ἔ, ἀπὸ τὸ μπάρκο… ποιὸς καπετάνιος;
— Ὁ Μῆτρος τοῦ Τράχηλα!
— Ἔ, ἀπὸ τὴ νάβα!… ποιός;
— Ὁ φίλος τοῦ Μήτρου· ὁ Λάμπρος Κάργας!
— Καὶ γιὰ ποῦ μὲ τὸ καλό;
— Γιὰ τὴν Ἀμέρικα… Καὶ σεῖς;
— Γιά τὴν Αὐστράλια.