Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/224

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
ΤΕΛΩΝΙΑ


ΑΠΑΝΩ στὰ λυχνανάματα εἶδα φανὸ μπροστά μου τὴ φωτιὰ τοῦ Στρόμπολι. Ὁ νότος παλληκάρι ἔσπρωξε τὴν «Ἅγια Μαύρα» μου ἀπὸ τὴ Μαρσίλια ὡς ἐδῶ μὲ δέκα-δώδεκα κόμπους τὴν ὥρα. Πέρασα καλὰ τὸν Καβοκάρσο—Μάνη σωστὴ στὸ χῶμα καὶ τοὺς ἀνθρώπους της· ἄφησα βουβὴ τὴν Καπρέα· τὴν Ἔλβα μὲ τὰ ψηλὰ βουνά, τὴ Σπιανόζα δασωμένη, τὸ Μοντεχρῆστο ξερὴ καὶ ἄχαρη πυραμίδα πίσω μου. Τόρα ὅμως κλαψομοίρης γέροντας, ἄρχισε νὰ ζαρώνῃ τὰ φρύδια του. Ὁ σιρόκος ἔβγαζε στοιχειὰ τὰ κύματα. Ὁ οὐρανὸς συγνεφοσκεπασμένος, θεοσκότεινος χαμήλωσε ὥς τὰ ξάρτια, ἔπνιξε ὅλα στὴν καταχνιά. Τὸ κατάστρωμα γλύστραε σὰ νὰ ἦταν πλυμένο μὲ σαπουνάδα. Τὰ σίδερα, τὰ κατάρτια, ὁ ἀργάτης, τὸ δοιάκι βουτημένα στὸν ἴδρωτα· μούσκεψαν τὰ πανιά, τὰ σχοινιὰ φούσκωσαν παραχορτασμένα σὰν φίδια.

— Μπρέ!

Δὲ μοῦ ἄρεσαν καθόλου τὰ σημάδια του. Εἶπα νὰ κλείσουν καλά τ’ ἀμπάρια καὶ νὰ καθίσῃ ὁ Κριτσέπης στὸ τιμόνι. Ἴσα πλώρη ὁ φανὸς τοῦ Στρόμπολι.

— Καλὸ πνίξιμο! ἀκούω πίσω μου στριγγιὰ φωνή.

Σπασμοὶ μ’ ἔπιασαν. Τὴ γνώριζα πολὺ καλὰ τὴν καταραμένη φωνή, Δὲν ἦταν ἄλλη παρὰ τοῦ Κάργα,