Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/223

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Οἱ κουρσάροι221

καὶ μανίζει ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά. Τί θὰ γίνῃ! Ποῦ τὸν στέλνει σφιχτοδεμένον ἔτσι ὁ μισητὸς σύντροφος; Πάσχει νὰ λύσῃ τὰ σχοινιά, θέλει νὰ φωνάξῃ· μὰ εἶναι ἀνίκανος. Φυσᾷ καὶ βράζει μέσα του ἡ κόλαση. Φυσᾷ καὶ βράζει, μέσα του ἡ κόλαση. Φυσᾷ καὶ βράζει, μὰ δὲν μπορεῖ ν’ ἀλαφρωθῇ. Βούλεται-πασχίζει καὶ τέλος βγάνει βρούχημα τὴν κατάρα:

— Σύρε στὸ σαββατιανὸ λύκο! Σύρε!…

Μὲ τὴν κατάρα ἔσπασαν τὰ δεσίματα. Πήδησε ὀρθὸς ὁ καπετάνιος καὶ τρέχει ἀναμαλλιάρης νὰ φύγῃ τὸ βρυκόλακα. Πηδᾲ φαράγγια, σέρνεται σὲ ρεματιές, πλαγιὲς ἀνεβαίνει, κατεβαίνει σάρες, πηδᾶ καὶ φεύγει σὰν ζάρκαδος. Πίσω του ὁ Καρακαχπὲς ἀναμαλλιάρης καὶ κεῖνος ρίχνεται στὰ βήματά του.—Φεύγα! τοῦ λέει· ξεσχίζει του τὴ βράκα μὲ τὰ δόντια του. Ἐχθρὸς ἔγινε τόρα ὁ ὑποταχτικὸς κι’ ὁ σύντροφος! Καθὼς τὸν βλέπει ἔτσι ὁ καπετὰν Λαχτάρας παίρνει τὸ ἀλύχτημα γιὰ φωνὴ τοῦ βλάμη του· γνωρίζει στὴ λάμψη τῶν ματιῶν τὴν ἀγριόθυμη φλόγα τοῦ Τρακάδα. Καὶ φεύγει ἀκόμη μὲ γόνατα παραλυμένα· μὲ κομμένη φωνή. Πηδᾷ φαράγγια, σέρνεται σὲ ρεματιές, πλαγιὲς ἀνεβαίνει κατεβαίνει σάρες. Διπλὸ πλούμ! ἀκούστηκε ἄξαφνα στὴ ρίζα ἑνὸς βράχου καὶ ἡ θάλασσα ἔκλεισε γιὰ πάντα τὰ μάτια τους.

Μὰ σύγκαιρα ἄλλα μάτια ἡ ἀνατολὴ ἄνοιξε ἀντίκρυ καὶ ἡ πλάση ἀναγγάλλιασε. Τρέμουν ρουμπίνια στὰ νερά· παίζουν σμαράγδια στοὺς κάμπους. Τὸ σῶμα τοῦ Λαχτάρα ποντοπλάνητο, ἀδερφωμένο μὲ τὸν Καρακαχπὲ τὸ σκύλο του τρομάζει τόρα τοὺς θαλασσινούς. Καὶ κάτω στὸν κάμπο τοῦ Λαχιοῦ ἀναπαύεται γυμνὸ καὶ φτωχικὸ τὸ σκέλεθρο τοῦ Τρακάδα.