Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/222

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
220Λόγια τῆς πλώρης

πανιὰ γεμᾶτα; Στὸ κοῦρσο πᾶνε. Στὸ κοῦρσο καὶ τὸ αἷμα τρέχει κι’ αὐτός.

— Ἔ, παιδιά, ὀρθοί! θέλει νὰ φωνάξῃ ὅπως πάντα στὴν ὥρα τῆς προσβολῆς.

Μὰ τίποτα δὲ βλέπει γύρω του· τίποτα ζωντανὸ μέσα στὸ μύστικο! Ὅλα κοίτονται λουφασμένα: τὰ κανονάκια τὰ προύτζινα, οἱ αἱματοβαμένοι μπαλντάδες, τὰ τρομπόνια, τὰ τσεκούρια, οἱ γάντζοι. Κοίτονται λουφασμένα σὰν νὰ τὰ ἔχῃ σύγκρυο. Φαίνονται τρομαγμένα, δίβουλα καὶ κεῖνα σὰν τοὺς κουρσάρους πρὶν καὶ σὰν τὸν Καρακαχπέ. Κανεὶς δὲν ἔρχεται νὰ τὸν βοηθήσῃ, κανεὶς δὲν τολμᾷ νὰ κράξῃ στὸν βλάμη του: φτάνει! Καὶ κεῖνος, ἀφέντης ἐκεῖ μέσα, τρέχει ἀψὺς ἀπὸ πρύμῃ σὲ πλώρη, δένει τον σφιχτὰ στὸ ἀργάτη μὲ τὰ σχοινιά, σηκώνει στὴ μέση τὸ κατάρτι, ἀπλώνει τὸ πανί, λύνει πρυμόσχοινα. Καὶ πάλι τὸν κοιτάζει κατάματα, ρίχνει πάλι τὴν ἄγρια λαλιά του:

Τάω-τώ!
καὶ πίσω δὲν κοιτῶ!
Τ’ ἀχνάρια μου πᾶνε μπροστὰ
καὶ γὼ γυρίζω πίσω.
Ἔλα, βλάμη, σήκω,
σήκω νὰ μοιράσουμε!…

Ἀσκὶ ἔγινε τόρα τὸ σκελετωμένο σῶμα τοῦ Τρακάδα καὶ ἀμόλησε δυνατὸ ἄνεμο. Φούσκωσε ἀμέσως τὸ ράθυμο πανί, ἀναταράχτηκε ἡ θάλασσα καὶ τὸ μύστικο πέταξε ἀπὸ τὸ Κλευταύλακο στ’ ἀνοιχτά. Ὁ καπετὰν Λαχτάρας βλέπει γύρω τὶς στεριὲς νὰ πισωδρομοῦν σκοτεινὰ σύγνεφα στὸ φύσημα τοῦ βοριᾶ. Βλέπει τὸ κῦμα νὰ τὸν καβαλλᾶ. Βλέπει ἀπάνω σπαθὶ ἀκονισμένο τ’ ὁλοφούσκωτο πανί, πνίγεται