ἄλλοι χώνονται στὶς σπηλιές· ἄλλοι παίρνουν τὰ πλάγια· ἄλλοι ἀνεβαίνουν κατάρραχα κι’ ἀκόμη τρέχουν νὰ φύγουν ἀόρατο ἐχθρό. Ρίχνει βλέμμα στὸ σκύλο του, θέλει νὰ τοῦ θυμήσῃ τὴν παλιὰ ὑπόσχεση. Μὰ καὶ κεῖνος ἀναμαλλιάρης, ὁλότρεμος γρούζει μόνον καὶ πάσχει νὰ χωθῇ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τοῦ ἀφέντη του. Ὡστόσο κοντά του, τόσο κοντὰ ποῦ νὰ αἰσθάνεται τὸν ἀνασαμὸ λίβα στὸ πρόσωπο, ποῦ νὰ πέφτῃ Καβαμαλιᾶς ὁ ἴσκιος στὸ στῆθος του, στέκεται μικρομέγας ὁ Τρακάδας· μὲ γέλιο τὸν κοιτάζει κατάματα, τὸν περιχύνει μὲ τὴν ἀγριόχρωμη φωνή του:
Τάω-τώ!
καὶ πίσω δὲν κοιτῶ!
Τ’ ἀχνάρια μου πᾶνε μπροστὰ
καὶ γὼ γυρίζω πίσω.
Ἔλα, βλάμη, σήκω,
σήκω νὰ μοιράσουμε!…
— Νὰ μοιράσουμε τί; ρωτᾶ ὁ καπετάνιος. Θέλεις τὰ ρούχα μου; Θέλεις τ’ ἅρματα καὶ τὰ χρυσαφικά μου; Δικά σου εἶνε· δικός σου εἶμαι καὶ γώ. Μπροστά σου μ’ ἔχεις ἄβουλο καὶ ἀκυβέρνητο. Μὴ ζητᾷς ὅμως τὰ πλούτη τὰ κρυμμένα. Τὰ ξέρεις καὶ τὰ ξέρω. Μὴν τὰ ζητᾷς!
Τὸ εἶπε-δὲν τὸ εἶπε, τὸ ἄκουσε ὁ βρυκόλακας. Ἀνάβρυσε τὸ γέλιο τρανταχτὸ ἀπὸ τὰ φτωχὰ στήθη του. Καὶ εἶδε ὁ Λαχτάρας σκελετωμένο χέρι ν’ ἁπλώνῃ ἀπάνω του, νὰ τὸν σηκώνῃ στὸν ὦμο. Εἶδε τ’ ἀστέρια κινούμενα ἀπάνω του, σὰν γοργοκάραβα μὲ τὰ πανιὰ γεμᾶτα. Ποῦ πᾶνε τ’ ἀστροκάραβα μὲ τὰ