τρανὴ καὶ χαλκόστομη σὰν νὰ σαλαχάει κοπάδια ὁ Σαρίγκαλος. Ἀκούεται δοῦπος βαρύς, σάρας κύλημα, ἕνας κρότος κουφὸς καὶ συγκρατητὸς σὰν νὰ πῆραν ζωὴ τὰ πορολίθαρα. Καὶ μέσα στὴ σαλαλοή, φωνὴ σὰν κουκουβάγιας ἀνάκρασμα, ἀκούεται νὰ λέῃ:
Τάω-τὼ
καὶ πίσω δὲν κοιτῶ!
Τ’ ἀχνάρια μου πᾶνε μπροστὰ
καὶ γὼ γυρίζω πίσω.
Ἔλα, βλάμη, σήκω,
σήκω νὰ μοιράσουμε!…
Ὁ καπετὰν Λαχτάρας πνίγεται τόρα στὸν ἵδρωτα. Γνώριμη τοῦ εἶνε ἡ φωνή, γνώριμη ἡ σφυριγματιὰ καὶ ἡ σαλαλοή. Δὲν εἶνε ἄλλος ἀπὸ τὸν Τρακάδα τὸ βλάμη του. Ἔρχεται ἀπόψε μὲ περισσότερη μάνιτα, μὲ φριχτότερη συνοδειά. Δὲν κρατεῖ στὸ χέρι γυμνὸ τὸ γιαταγάνι του· δὲν ἔχει αἱματωμένο τὸ πρόσωπο. Τὸ φτωχικὸ βουργιάλι του φορεῖ καὶ κρατεῖ στὸ χέρι τὸ θρυμματισμένο ραβδί του. Μὰ ἔχει τόσο ἄγριο τὸ πρόσωπο· τὸ βλέμμα τόσο πικρό· τόσο καμπουριασμένο, μικρὸ κι’ ἐλάχιστο τὸ κορμί, ποῦ μπορεῖ νὰ τρομάξῃ καὶ δράκο. Παράλυτος κάθεται ὁ καπετάνιος στὸ βράχο του. Θέλει νὰ σύρῃ τὸ χέρι στ’ ἄρματα καὶ τὸ χέρι στέκει ἀκίνητο σὰν ἁλυσοδεμένο στὴν πέτρα. Θέλει νὰ βγάλῃ φωνή· μὰ τοῦ εἶνε ἀδύνατο. Γυρίζει τὸ βλέμμα ζερβόδεξα νὰ ἰδῇ τοὺς συντρόφους καὶ ξεχωρίζει μαύρους ἴσκιους, ποῦ τρέχουν καὶ πηδοῦν ἀναμαλλιασμένοι, θεότρελλοι ἀπὸ τὸ φόβο τους. Ἄλλοι γκρεμίζονται στὴ θάλασσα·