θὰ συνεπάρη στὸ θυμό του καὶ τὴ φτελιὰ τὴ γειτόνισσα. Τί σοῦ φταίει ὁ πόταμος;
Ἒτσι φροντίζει νὰ δικαιολογηθῇ ὁ καπετὰν Λαχτάρας. Μὰ δὲν ἡσυχάζει καθόλου. Δὲν ἡσυχάζει, γιατὶ καὶ ὁ Τρακάδας δὲν ἡσυχάζει στὸν τάφο του. Οἱ φόνοι καὶ τὰ κρίματα ἔπλεξαν πλοκὸ καὶ δὲν ἀφίνουν τὴν ψυχὴ νὰ διαβῇ τὸ τρίχνιο γεφύρι στὸν Κάτω Κόσμο. Φορτωμένη μὲ χοντρὲς ἁλυσίδες, σκλάβα σέρνεται στοὺς τόπους ποῦ κριμάτισε, θρηνολογεῖ καὶ δέρνεται βαρύγνωμη καὶ ἀλύτρωτη πάντα. Μὲ τὸ βουργιάλι στὴν πλάτη καὶ στὸ χέρι τὸ ραβδί, γυρίζει ὁ κουρσάρος τὰ τρίστρατα φάντασμα σκυθρωπὸ καὶ ἀμίλητο. Πολλοὶ γνώριμοί του ἠθέλησαν νὰ μιλήσουν μαζί, τὸν ἔκραξαν νὰ τὸν κεράσουν στὸ κρασοπουλιό, πάσχισαν νὰ τὸν μπάσουν στὴν ἐκκλησιά. Μὰ ἐκεῖνος φεύγει μακριά, σβύνει ἀπὸ κοντά τους σύγνεφο βαρύ, σκοῦσμα καὶ θλίψη ἀφίνοντας γύρω του. Καὶ κάθε νύχτα τέτοια ὥρα ἔρχεται στὸ βλάμη του μὲ τὸ γιαταγάνι γυμνὸ στὸ δασοτριχομένο χέρι, μὲ ραντίδες αἱμάτου στὸ πρόσωπο καὶ τὴ σκούφια του ἁπλώνει ζητῶντας μερδικό, ὅπως ἔκανε καὶ ζωντανός. Καὶ ὁ ἄτρομος καπετάνιος νευρικός, ψηλαφᾷ τὰ γένεια του, τινάζει τὸν καπνὸ τοῦ τσιμπουκιοῦ σύννεφο ἐμπρός, ἐλπίζοντας νὰ κρύψῃ τὸ ἐνοχλητικὸ φάντασμα.
— Ἔ, παιδιά! ὀρθοὶ στὸ κοῦρσο! θέλει νὰ φωνάξῃ ὅπως πάντα στὴν ὥρα τῆς προσβολῆς.
Μὰ ὁ λάρυγγάς του ἀγκαθόφραχτος κουρελιάζει τὴ φωνή, τὴ βγάνει ἄναρθρη καὶ ἀσχημάτιστη. Καὶ σύγκαιρα ἠχάει, τὸ σκότος σχίζει πύρινη σφυριγματιά,