Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/218

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
216Λόγια τῆς πλώρης

ἀστέρευτες τὰ δουβλόνια, τ’ ἀσημοκάντηλα, τὰ λιθοκόσμητα πουκάμισα τῶν ἁγίων· ἄρματα τ’ ἀξετίμωτα· στοῖβες ἀπάτητες τὰ γουναρικά, οἱ τσόχες, οἱ σελτέδες, τὰ τουλουπάνια, τὰ μεταξωτά, τὰ σαμούρια καὶ τὰ λαχούρια. Καὶ κεῖνα καλὰ κάθονται κλεισμένα στὶς ἄφωνες σπηλιὲς καὶ δὲν ἔχουν μάρτυρα παρὰ τὸ Θεὸ καὶ τὰ χέρια του.

Μιὰ βδομάδα τόρα κάτι ἄλλο τὸν δαιμονίζει καὶ τὸν κρατεῖ ἀνήσυχο. Ὁ Τρακάδας ὁ βλάμης του. Τὸν εἶχε βλάμη στὸ Βαγγέλιο, κουμπάρο στὸ παιδί του, δεξὶ χέρι στὸ κοῦρσο, ἀρχηγὸ στὸ πλήρωμα, δήμιο στοὺς σκλάβους του. Πέντε χρόνια κλειστά. Ἀκόμη τὸν εἶχε σύντροφο στὰ προσωπικά του κακουργήματα. Ἐκεῖνος κάθε φορὰ τὸν ἀπάλλαττε μὲ μιά του μαχαιριὰ ἢ καὶ μιὰ πέτρα στὸ λαιμό, ἀπὸ κάθε ἀνυπόταχτο εἴτε δύστροπο σύντροφο. Πόσοι καὶ πόσοι δὲν πλάγιασαν ἔτσι ἀξύπνητα! Πόσα μερίδια χοντρὰ δὲν ἄραξαν ἔτσι στὶς ἀποθῆκες τοῦ καπετὰν Λαχτάρα, ἀντὶ νὰ φτάσουν στὰ σπίτια ἐκεινῶν καὶ νὰ στολίσουν τὶς γυναῖκες τους! Τόρα ἦρθε καὶ ἡ δική του σειρά. Τὸν ξεπάστρεψε μὲ μιὰ ψύχα φαρμάκι. Μὰ τί νὰ γίνη; Ποιὸς τοῦ εἶπε νὰ μάθῃ ὅλα του τὰ μυστικά; Ποιὸς τοῦ εἶπε νὰ ξέρῃ ὅλες τὶς κρυψῶνες του; Ἔπρεπε νὰ τὸ ἔχῃ πάντα στὸ νοῦ. Ἡ φτελιά, ποῦ πάει καὶ ριζώνει στὴν ἄκρη τοῦ ποταμοῦ καλά, δροσίζει τὶς ρίζες στὸ νερό, μεστώνει καὶ θεριεύει καὶ μὲ τὴ γειτονιά του περηφανεύεται. Μὰ γρήγορ’-ἀργὰ θὰ λυώσουν μιὰ ἡμέρα τὰ χιόνια στὰ βουνά, θὰ κατεβάσῃ τὸ ρέμα κλωθογύριστο καὶ