Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/217

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Οἱ κουρσάροι215

σματα. Εἶνε κάπου σαράντα· ὅλοι ἕνας κι’ ἕνας διαλεχτοί. Πατρίδα τους τὸ κάθε νησὶ τῆς Ἄσπρης θάλασσας· τὸ κάθε πόρτο τοῦ Μωριᾶ καὶ τῆς Ρούμελης. Θρησκεία τους τὸ κούρσεμα· λατρεία τὸ μύστικο· ἀρχηγὸς ὁ καπετὰν Λαχτάρας, δράκος ἀχόρταγος στὴν κλεψιὰ καὶ στὸ αἷμα. Ξαπλωμένος κατάνακρα στ’ ὀρθολίθι, τὶς πλάτες στηρίζοντας στὴ χορταριασμένη πλαγιά, ψηλαφᾷ τὰ ψαρὰ γένεια του καὶ κοιτάζει κάτω, θαλασσινὸς θεὸς ποῦ θέλει νὰ γνωρίσῃ τὸ ἀπέραντο κράτος του.

Δίπλα φωτιὰ πολύγλωσση ψηλώνει καὶ στοιχειώνει, ροκανίζοντας τὴν τροφή της καὶ σκορπᾷ χρώματα στὰ μαλαμοκαπνισμένα τ’ ἄρματα, στὰ διαμαντοκόλλητα ἁλυσίδια, στὰ μεταξωτὰ βρακιά, τ’ ἄσπρα ποδήματα, τὰ ρουμπινοστόλιστα δαχτυλίδια του. Ἀνάμεσα στὰ πόδια του λουφασμένος ὁ Καρακαχπές, μαυρομάλλης καὶ φουντοουραδᾶτος, κοιτάζει κατάματα σὰν τὰ τὸν ρωτᾷ τί συλλογιέται, σὰν νὰ τοῦ ὑπόσχεται πῶς ὅλοι κι’ ἂν τὸν ἀρνηθοῦν, αὐτὸς θὰ μείνῃ πάντα πιστὸς ὥς τὸν τάφο του.

Ἔτσι τὸ συνηθίζει νὰ κάθεται στὴ μαύρη πέτρα, μὲ τὴ φωτιὰ δίπλα καὶ στὰ πόδια τὸ σκύλο του ὁ καπετὰν Λαχτάρας. Νὰ κάθεται, νὰ τσιμπουκίζῃ καὶ νὰ συλλογίζεται. Τί συλλογίζεται; Ὄχι βέβαια τὴ γυναῖκα καὶ τὸ μοναχοπαῖδι του ποῦ τὰ ἔχει σφαλισμένα στὸν Πύργο τοῦ Φονιᾶ. Οὔτε τὰ τόσα αἵματα καὶ τὰ λόγια, ποῦ παρακαλῶντας τον θερμά, λένε οἱ σκλάβοι του, πρὶν σκύψουν τὸ κεφάλι στὸν ἄσπλαχνο λάζο του. Μὰ τόρα οὔτε καὶ τὰ πολλὰ πλούτη: βαρέλια τὰ φλωριά, ἁρμάθες τὰ κολλονᾶτα, στέρνες