Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/216

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
ΟΙ ΚΟΥΡΣΑΡΟΙ


Η «Παναγιὰ ἡ Κλεφτρίνα» τῶν κουρσάρων τὸ μύστικο, δίχως κατάρτι καὶ πανὶ κάθεται ἀραγμένο στὸ Κλεφταύλακο, σὰν βόας ποῦ χωνεύει στοῦ δάσους τὰ πυκνόκλαδα. Κάτω ἀπὸ τ’ ἄστρα τὸ πισσαλειμένο σκαφίδι του μὲ τὰ παραπέτα φελλοντυμένα, τὴν πρύμη καὶ τὴν πλώρη χαλκόφραχτη, μόλις ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ νερὰ καὶ τῆς ἀκρογιαλιᾶς τὰ χάλαρα. Τὰ τέσσερα κανονάκια τὰ προύτζινα, ποῦ κάνουν τὸ βρούχημά του τρόμο τῶν θαλασσινῶν. Οἱ μπαλντάδες, ποῦ συχνοβάφονται στὸ αἷμα. Τὰ τρομπόνια, τὰ τσεκούρια, οἱ γάντζοι, ποῦ πιάνουν ἀητονύχια στὰ πλευρὰ τῶν καραβιῶν, ὅλα εἶνε θαμμένα στὸ σκοτάδι. Μονάχα ποῦ καὶ ποῦ, ὅταν οἱ φωτιὲς ψηλώνουν περισσότερο καὶ χρυσαλείφουν πέτρες καὶ νερά, δείχνουν καὶ στὸ κατάστρωμα φίδια κουλουριασμένα τὰ σχοινιά, πεινασμένη τὴν κόψη τῶν ἀρμάτων, αἱμάτου λύθρους ἐδῶ καὶ κεῖ. Ἄλλο τίποτα.

Περίγυρα ψηλώνουν τοῦ Καβομαλιᾶ οἱ βράχοι, πέτρες ἀτόφιες, καὶ ὀρθοσκύβουν ἀπάνω του, λὲς θέλουν νὰ τὸ φυλάξουν ἀπὸ μάτι κακότροπο. Καὶ κεῖ ξαπλωμένοι στὸ σκοτάδι ἢ συμμαζωμένοι στὶς φωτιὲς μαυρίζουν οἱ κουρσάροι, ἴσκοι καὶ φαντά-