Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/213

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ναυάγια211

κεῖ μ’ ἕν’ ἄλογο φτάνει στὸν Ἅϊ Γιώργη, παίρνει τὴν ἀκρογιαλιά. Τά μάτια του ὀμπρίζουν. Ὁ ἥλιος παιγνιδίζει ἀκόμη σὲ ζαφειρένιο οὐρανό. Ἡ θάλασσα λίμνη ἁπλώνεται ὡς τὰ οὐρανοθέμελα. Ἡ γῆ ἀνθοσπαρμένη μοσχοβολᾷ. Μὰ ἡ ἀκρογιαλιὰ μοιάζει μὲ νεκροταφεῖο. Κάθε βράχος καὶ νεκροκρέβατο. Καράβια κομματιασμένα, βαρκοῦλες μισοσπασμένες, σχοινιά, κατάρτια, φιγοῦρες, πανιά, εἰκονίσματα, παδέλες, πιάτα, λιβανιστήρια, πιξίδες, χρυσόξυλα. Καὶ μαζὶ χέρια, πόδια, κορμιὰ δίχως κεφάλια, κεφάλια δίχως κορμιά, ἄδεια καύκαλα, τρίχες χωμένες στὶς σκισμάδες, μυαλὰ στουπιασμένα στὴν πέτρα. Ἕνα τρεχαντηράκι ὀμορφοφκιασμένο, ἄγγελος πρόβαινε μὲ πανιὰ καὶ ξάρτια, λὲς κι’ ἀρμένιζε ἀνάερα. Καὶ ὅμως ἦταν καρφωμένο στὸ βράχο, σφιλιασμένο τόσο καλά στὴν πέτρα, ποὺ οὐδὲ νερό, οὐδ’ ἄνεμος μποροῦσε νὰ περάσῃ. Κι’ ἕνα σκυλὶ στὴν πρύμη δεμένο, γύριζε μάτια φωτιές, δάγκωνε τὴν ἁλυσίδα του καὶ τὸ νερὸ κοιτάζοντας ἀλύχταγε κι’ ἀλύχταγε, σὰν νὰ τὸ ἔβριζε ποῦ χάλασε τ’ ὀμορφοκάραβο.

Ἔκαμε ἀκόμη μερικὰ βήματα ὁ καπετὰν Ξυρίχης καὶ ἄξαφνα βρέθηκε μπρὸς στὸ μπάρκο του. Ἔπρεπε νὰ εἶνε δικό του ξύλο, γιὰ νὰ τὸ γνωρίσῃ. Οὔτε κατάρτια οὔτε πανιά, οὔτε σκαφίδι ἀπόμενε πλιά. Μονάχα ἡ πρύμη του καὶ κείνη ξεσκλισμένη, κρατιότανε σὲ δυὸ χάλαρα. Καὶ γύρωθέ της πικρὴ νεκροπομπὴ ἄλλα ξύλα σκορπισμένα, κουπιὰ καὶ ἄρμενα· ἄλλες καρίνες φαγωμένες· ἄλλα ποδόσταμα καὶ σωτρόπια καὶ σταύρωσες. Κι’ ἀκόμη γύρωθέ της ἄλλη πικρότερη συνοδειά! Βλέπει τὸν ναύκληρο νεκρὸ στὸ