Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/212

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
210Λόγια τῆς πλώρης

στοὺς βράχους μὲ δυὸ παιδιὰ μέσα… Τὰ παιδιὰ εἶνε ζωντανά.

Ζωντανά! Ἀναστηλώνεται ὁ καπετάνιος στὰ πόδια του.

— Τὰ ὀνόματα; λέει μὲ φωνὴ σὰν χάδι· δὲν μποροῦμε τάχα νὰ μάθουμε τὰ ὀνόματα;

— Πέτρος καὶ Γιάννης.

Δόξα σοι ὁ Θεός! Πέτρος καὶ Γιάννης εἶνε τ’ ἀδέρφια του. Ζωντανὰ λοιπὸν καὶ τὰ δυό. Ζωντανὰ ἐκεῖνα, θρίμματα τὸ ὁλοκαίνουργο σκαφίδι! Πάλι δόξα σοι ὁ Θεός! Φτιάνουν ἄλλο μεγαλείτερο κι’ ὀμορφώτερο. Φιλεύει ἀνοιχτόκαρδος πέντε ποῦρα τὸν ὑπάλληλο· δίνει ἕνα μετζίτι κέρασμα στὸν ὑπηρέτη· παρηγορεῖ γλυκομίλητος τὰ θλιμμένα πρόσωπα:—Δὲν εἶνε τίποτα· ὅλοι καλὰ εἶνε· ὅλα καλά!

— Ποιᾶς ἡλικίας τάχα νὰ εἶνε τὰ παιδιά; ρωτάει πάλι.

Ὁ ὑπάλληλος σκουντουφλιάζει: Μὰ τὸν παρασκότισε! Γύρω ἀκούονται φωνὲς ἀνυπόμονες· σπρώχνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον· θέλουν νὰ τὸν βγάλουν ἀπὸ τὴ θυρίδα. Ἔμαθε πῶς ζοῦν τ’ ἀδέρφια του· δὲν τὸν φτάνει; Εἶνε κι’ ἄλλοι ποῦ λαχταροῦν γιὰ τοὺς δικοὺς των. Ἂς μάθουν καὶ κεῖνοι κάτι τί! Μὰ ἐκεῖνος δὲν ἀφήνει τὴ θέση του.

— Ποιᾶς ἡλικίας τάχα; ξαναρωτᾷ.

— Δέκα-δώδεκα χρονῶν.

Πάλι ἀπελπισία. Τ’ ἀδέρφια του δὲν εἶνε τόσο μικρά. Εἶνε ἀπὸ εἰκοσιπέντε κι’ ἀπάνω. Σκουντούφλης, κατεβαίνει τὶς σκάλες, βγαίνει ἀπὸ τὴν αὐλή, παίρνει τὸ βαποράκι καὶ φτάνει στὰ Θεραπειά. Ἀπο-