μάθουν ἀπὸ τὸ σύρμα τὴν τύχη τῶν δικῶν τους. Καὶ κεῖνο σώριαζε μὲ τὴν ταρναριστὴ φωνή του ἀκατάπαυστα θλίψη. Ὠνόμαζε πνιγμούς, μετροῦσε θανάτους, ἔλεγε ναυάγια, περιουσίας χαμούς, συνέπαιρνε χαρὲς κι’ ἐλπίδες σὰν δρόλαπας. Καὶ κάθε λίγο ἀπάνω στὰ πατώματα, στὶς σκάλες κάτω καὶ παρακάτω στὴν αὐλὴ θρῆνοι ἀκούονταν, κορμιὰ ἔπεφταν λιπόθυμα, φωτιὰ κυλοῦσε τὸ δάκρυ.
Ὁ καπετὰν Ξυρίχης δὲν μποροῦσε νὰ ὑποφέρῃ περισσότερο τὸ βάσανο. Βιαζότανε νὰ μάθῃ καὶ τὴ δική του μοῖρα. Ἔσπρωξε τὸν κόσμο ξερβόδεξα, ἀνέβηκε δυὸ-δυὸ τὰ σκαλιά, ἔφτασε μὲ κόπο στῆ θυρίδα καὶ ρώτησε μὲ ὁλότρεμη φωνή:
— Γιὰ τὸν Ἀρχάγγελο… τὸ μπάρκο… μὴν ἀκούσατε τίποτα;
— Τίποτα· τοῦ ἀπαντᾷ ξερὰ ὁ τηλεγραφητής.
Τίποτα! πῶς εἶνε δυνατό; Ξαναρωτάει:
— Ἀρχάγγελο τὸ λέν· ἔχει φιγούρα δέλφινα... ἔχει στὸ μεσανὸ κατάρτι κόφα. Σπετσιώτικο χτίσιμο.
Καὶ κολλάει περίεργα τὰ μάτια στοῦ ὑπάλληλου τὸ πρόσωπο, ἀφτιάζεται τοὺς κρότους ποῦ βγάζει ξερούς, συγκρατητοὺς σὰν δοντοχτύπημα κρυομένου ἡ μηχανή. Τὰ σωθικά του λαχταροῦν, φεύγουν τὰ σανίδια ἀπὸ τὰ πόδια του· ἕτοιμος νὰ λιποθυμήσῃ. Μὰ δὲν τὴν παραιτᾷ τὴ θέση του. Τέλος σηκώνει ἐκεῖνος τὰ μάτια, τὸν καλοκοιτάζει μιὰ στιγμὴ καὶ λέει μὲ φωνὴ ἀδιάφορη:
— Ναί… Ἀρχάγγελος. Χάθηκε στὸ τάδε μέρος τῆς Ρούμελης· κόπηκε στὰ δυό· ἡ πρύμη του ρίχτηκε