Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/210

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
ΝΑΥΑΓΙΑ


ΜΟΛΙΣ ἀράξαμε στὴ Στένη ὁ καπετὰν Ξυρίχης πῆρε τὴ βάρκα κι’ ἔτρεξε στὸ τηλεγραφεῖο. Δυὸ ἡμέρες τόρα δὲν ἥβρεσκε ἡσυχία. Τριάντα μίλια ἔξω ἀπὸ τὸ Μπουγάζι ἀντάμωσε τὸν «Ἀρχάγγελο», τὸ μπάρκο του, ποῦ ἦταν μέσα κυβερνήτης καὶ γραμματικὸς τὰ δυό του ἀδέρφια. Δὲν πρόφτασαν νὰ καλοχαιρετηθοῦν, νὰ εἰποῦν γιὰ τὸ φορτίο καὶ τὸ ναῦλο τους καὶ τοὺς χώρισε ὁ χιονιᾶς. Κατόρθωσε τέλος νὰ ὁρθοπλωρίσῃ τὸ δικό μας καὶ ὁλάκερο ἡμερονύχτι θαλασσοδαρθήκαμε στ’ ἀνοιχτά. Μὰ ὅταν μπῆκε στὸ Βόσπορο, ρώτησε ὅλους τοὺς βαρκάρηδες, τοὺς πιλότους, ἀκόμη τοὺς κουμπάρους καὶ τὶς κουμπάρες· ἀλλὰ τίποτα δὲν ἔμαθε γιὰ τὸν «Ἀρχάγγελο». Τί νὰ ἔγινε; Φυλάχτηκε πουθενά; Πρόφτασε νὰ ὀρθοπλωρίσῃ καὶ κεῖνος ἢ ἔπεσε ἀπάνω στοὺς βράχους; Κι’ ἂν τσακίστηκε τὸ μπάρκο, σώθηκαν τοὐλάχιστον τ’ ἀδέρφια του; Ὅλο τέτοια συλλογίζεται κι’ ἔχει συγνεφωμένο τὸ μέτωπο, τρέμουλο ἔχει στὴν καρδιά.

Ὅταν ἔφτασε στὸ τηλεγραφεῖο, ξέχασε μιὰ στιγμὴ τὸν πόνο του ἐμπρὸς στὸν πόνο τῶν ἀλλονῶν. Κάτω στὴν αὐλή, ἀπάνω στὶς σαρακωμένες σκάλες καὶ παραπάνω στ’ ἀσάρωτα πατώματα κόσμος σὰν αὐτὸν ἀνήσυχος· γυναῖκες ἄντρες, παιδιὰ πρόσμεναν νὰ