Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/214

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
212Λόγια τῆς πλώρης

πλάγι· βλέπει τοὺς ναῦτες πέρα δῶθε σκορπισμένους, ἄλλους κολλιτσίδα ἀπάνω στὰ κοτρώνια, ἄλλους μισοσκεπασμένους μὲ τὸν ἄμμο, ἄλλους παιγνίδι τοῦ νεροῦ, δαρμὸς καὶ φτύμα του. Κι’ ἀπάνω στὰ τουμπανιασμένα κουφάρια, στὰ πρόσωπα τὰ χασκογέλαστα τὰ ὄρνια καλοκαθισμένα βύθιζαν τὸ ράμφος στὴ νεκρὴ σάρκα καὶ στὸν κρότο του πέταξαν κράζοντας, σὰν νὰ διαμαρτύρονταν ποῦ τὰ ἐνόχλησε στὸ πλούσιο φαγοπότι.

Ἀρχίζει τόρα φριχτότερο τοῦ καπετάνιου τὸ βάσανο. Ἐκεῖνα τὰ κουφάρια δείχνουν πῶς κοντὰ βρίσκονται καὶ τὰ δικά του. Θέλει νὰ δράμῃ, νὰ ψάξῃ ὁλοῦθε, μὰ δὲν τολμᾷ. Κάτι μέσα τὸν κρατεῖ τὰ πόδια του καρφώνει στ’ ἀχνάρια τους. Τέλος πάει καὶ ψαχουλεύει, βρίσκει ἀσούσουμα καὶ τ’ ἀδέρφια του. Τὸ ἕνα κοίτεται μὲ τὸ κεφάλι συψαλιασμένο, τὸ ἄλλο ἔχει καὶ τὰ δυὸ πόδια κομμένα στὸ γόνατα. Ἂν δὲν τοῦ τό λεγε ἡ ψυχή, βέβαια δὲ θὰ τὰ γνώριζαν τὰ μάτια του, ὅπως καὶ τὸ μπάρκο. Ἀλλὰ τοῦ τὸ εἶπε καὶ τὰ καλογνώρισε. Καὶ τότε τὰ μάτια του στέρεψαν· οὔτε δάκρυα βγάζουν, οὔτε σπαρταροῦν. Τὴ θάλασσα μόνον κοιτάζουν πεισμωμένα. Ἄξαφνα ὁ γρόθος σηκώνεται καὶ πέφτει μὲ ὁρμή, ποῦ λὲς τρόμαξε καὶ πισωπάτησε κείνη φοβισμένη.

Ἔπειτα σκύφτει καὶ γλυκοφιλεῖ τ’ ἀδέρφια του. Χαϊδεύει τους τὰ χτυπημένα κορμιὰ ἀνάλαφρα, σὰν νὰ φοβᾶται μὴν τὰ ξυπνήσῃ· κάτι τοὺς ψιθυρίζει μυστικὰ στ’ ἀφτί, θὲς παρηγοριά, θὲς μακρινὴν ὑπόσχεση. Ἔπειτα μὲ τὸ λάζο ἀρχίζει καὶ σκάφτει τὸν τάφο τους. Παιδεύτηκε κάπου μιὰ ὥρα στὸν