Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/21

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ θάλασσα19

σκελωμένα, γολέτες ξαρμάτωτες, καρῖνες ἀμακιασμένες καὶ στρειδοφόρτωτες· σκελετοὶ καϊκιῶν, σκούνας, τρεχαντηριοῦ, ἄλλοι μὲ τὸ κοράκι καὶ τὸ σταυρό, ἄλλοι ντυμένοι ὥς τὴν κουπαστή, μισοτελειωμένοι ἄλλοι. Ὅλα τοῦ ναυτόκοσμου τὰ σύνεργα, οἱ ἁπλοῖ πόθοι καὶ οἱ μεγάλες ἐλπίδες, ξυλόχτιστες ἔστεκαν στὴν ἀμμουδιά. Οἱ καλεσμένοι ὅλο τὸ νησί μας – γιορτινοντυμένοι γύριζαν στὰ σκαριά, πηδοῦσαν μέσα τὰ παιδιά, τὰ ψηλαφοῦσαν οἱ ἄντρες, τὰ καμάρωναν, τοὺς μιλοῦσαν πολλὲς φορές· ἔλεγαν τὴν ἀξία τους, λογάριαζαν τὴ γοργάδα τους, συμβούλευαν τὸν πρωτομάστορα γιὰ τὸ καθετί.

Τὸ μπρίκι τοῦ καπετὰν Μαλάμου ἀπάνου στὴ σκάρα του, μὲ τὴν πλώρη σπαθωτή, στεφανοζωσμένη τὴν πρύμη, μὲ τὰ ποντίλια του ἁπλωτὰ ζερβόδεξα, ἔμοιαζε σαρανταποδαροῦσα κοιμάμενη στὴν ἀμμουδιά. Ὁλογάλαζη ἡ θάλασσα ἄστραφτε καὶ παιγνίδιζε κ’ ἔφτανε γλῶσσες-γλωσσίτσες στὰ πόδια του, τὸ ράντιζε μὲ τὸν ἀφρό της, τοῦ κελαϊδοῦσε μυστικὰ καὶ μπιστεμένα. — «Ἔλα, ἔλα, νὰ σὲ πλαγιάσω στοὺς κόρφους μου, νὰ σ’ ἀναστήσω μ’ ἕνα μου φίλημα. Τί κάθεσαι ἄψυχο ξύλο καὶ βάρυπνο; Δὲ βαρέθηκες τοῦ δάσου τὴ νάρκη καὶ τὴν ἄβουλη ζωή; Ντροπή σου! Ἔβγα νὰ παλαίψῃς μὲ τὸ κῦμα· ὥρμησε στηθᾶτο νὰ κουρελιάσῃς τὸν ἄνεμο. Ἔλα νὰ γίνῃς ζήλεια τῆς φάλαινας, σύντροφος στὸ δελφίνι, τοῦ γλάρου ἀνάπαψη, τραγοῦδι τῶν ναύτων, καύχημα τοῦ καπετάνιου σου. Ἔλα, χρυσό μου, ἔλα!…» Καὶ κεῖνο τὸ ἄπραγο, ἄρχισε νὰ τριζοβολῇ, ἕτοιμο ν’ ἀφήσῃ τὴν κλίνη του.