Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/20

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
18Λόγια τῆς πλώρης

γνιδιάρικα· πίσω ἐγὼ μὲ τὴν ἀξίνα στὸν ὦμο καὶ τὴ μούλα φορτωμένη καψόξυλα. Ἄναβε τὴ φωτιὰ τὸ Μαριὼ νὰ ἑτοιμάσῃ τὸ δεῖπνο μας. Ἄναβα καὶ γὼ τὴν πίπα μου στὸ κατῶφλι ξαπλωμένος, ἀνάμεσα στὸ ξανθὸ ἁγιόκλημα ποῦ σκάλωνε στοὺς τοίχους, δίπλα στοὺς βασιλικούς, τοὺς δυόσμους, τὶς μαντζουράνες ποῦ δὲ ζητοῦσαν παρὰ λίγο σκάλισμα, κόμπο νεράκι γιὰ νὰ μᾶς λούσουν μὲ μόσκους.

— Καλὴ ’σπέρα.

— Καλή σου ’σπέρα.

— Καλὴ νύχτα.

— Καλὸ ξημέρωμα.

Ἄλλαζα καρδιοστάλλαχτες εὐχὲς μὲ τοὺς συντοπίτες μου. Δὲν κύταζα πιὰ τὸν οὐρανό, δὲν ξέταζα τοῦ φεγγαριοῦ τὴ θέση, τὸ τρεμολάμπημα τῶν ἄστρων, τοῦ ἀνέμου τὸ φύσημα, τῆς πούλιας τὴν ἀνατολή. Καὶ ὅταν ἀργὰ στῆς γυναίκας μου ἄραζα τὴν ἀγκαλιά, ποιὸς κόρφος καὶ ποιὸ λιμάνι πλάνο μποροῦσε νὰ χαρίση τὴν εὐτυχία μου!

Ἔτσι πέρασε ὁ δεύτερος χρόνος καὶ μπήκαμε στὸν τρίτο. Μιὰ Κυριακὴ τοῦ Φλεβάρη κατέβηκα μὲ τὴ γυναίκα μου στὸν Ἅϊ Νικόλα. Ὁ ξαδερφός της ὁ καπετὰν Μαλάμος βάφτιζε τὸ μπρίκι του καὶ μᾶς εἶχε καλεσμένους στὴ χαρά. Ἦταν ὡραία ἡμέρα – ἀρχὴ τοῦ πόθου μου. Ὁ ταρσανᾶς γεμᾶτος μαδέρια, κατάρτια, σανίδες, πελεκούδια, ροκανίδια. Ὁ ἀέρας παράμεστος ἀπὸ τὴν ἅρμη τοῦ νεροῦ, τὴ μυρουδιὰ τοῦ κατραμιοῦ, τῆς πίσσας, τῶν σχοινιῶν. Λόφοι τὰ στουπιά, σωροὶ τὰ σίδερα. Καὶ ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τῆς ἀκρογιαλιᾶς βαρκοῦλες ὀμορφοβαμένες, μπρίκια ἀνα-