Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/19

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ἡ θάλασσα17

τόβγαλτα. Ἔμαθα νὰ σκαλίζω τὶς κιτριές, νὰ κλαδεύω τ’ ἀμπέλι, νὰ ὀργώνω τὸ χωράφι. Εἶχα πενήντα τάληρα τὸ χρόνο ἀπὸ τὸ κίτρο, εἴκοσι ἀπὸ τὸ κρασί, ἀπὸ τὸ σιτάρι σαράντα· χωριστὰ ὁ σπόρος καὶ ἡ φάκνα τοῦ σπιτιοῦ. Πρώτη φορὰ εἶδα ζωντανὴ στὰ χέρια μου τὴν πληρωμή. Τὸ ἄλαλο χῶμα ἔκανε χίλιους τρόπους, χρώματα, σχήματα, μυρουδιές, καρποὺς καὶ ἄνθη γιὰ νὰ λαλήσῃ, «εὐχαριστῶ» νὰ μοῦ εἰπῃ ποῦ τὸ δούλευα. Ἄνοιγα τ’ ὄργωμα καὶ τ’ ὄργωμα ἔμενε στὴ θέση του· δεχότανε τὸ σπόρο, τὸν ἔκρυβε ἀπὸ τὰ πετεινά, τὸν ζέσταινε καὶ τὸν νότιζε ὣς ποῦ τὸν ἔδειχνε πάλι στὰ μάτια μου ὁλόδροσο, χλωροπράσινο, χρυσαφένιο, σὰν νὰ μοῦ ἔλεγε: Κύτα πῶς τὸν ἀνάστησα! Ἀλάφρωνα τὸ κλῆμα ἀπὸ τὸ βάρος του καὶ τὸ κλῆμα δακρύζοντας, τιναζόταν χαρούμενο, τὰ μάτια του ἄνοιγε σὰν πεταλοῦδα καὶ ἄξαφνα πρόβαινε σταφυλοφορτωμένο. Καθάριζα τὴν κιτριὰ κι’ ἐκείνη βεργολυγερή, πανώρια, ψήλωνε φουντωτὴ καμαρωτὴ, μοῦ χάριζε ἴσκιο στὰ μεσημερινὰ κάματα καὶ ὕπνο ἀρωματισμένο τὶς νύχτες· τὸ εἶνε μου ὅλο τὸ δρόσιζε μὲ τὸ χρυσόξανθο καρπό της. Ἄ! ὁ Θεὸς ἐβλόγησε τὴ Γῆ ποῦ τῆς ἔδωκε αἴσθημα. Ὄχι ἐκεῖνο τὸ ἀναίσθητο στοιχειὸ ποῦ τὸ ἀβλακώνεις καὶ τρέχει νὰ σβύσῃ τ’ ἀχνάρι σου· τὸ καλοπιάνεις, τὸ παινεύεις, τὸ τραγουδᾷς καὶ κεῖνο σὲ σπρώχνει σὰν νὰ σοῦ λέῃ «τί θὲς ἐδῶ!» καὶ βρυχέται νὰ σοῦ ἀνοίξῃ τὸ λάκκο. Ὁ Κάης, θαλασσινὸς ἔπρεπε νὰ πάῃ ἔπειτ’ ἀπὸ τὸ κακούργημα.

Κάθε ἡλιοβασίλεμα ἀνεβαίναμε στὸ χωριό. Ἐμπρὸς ἐκείνη μὲ τὰ κατσικάκια κουδουνοστόλιστα καὶ παι-

Λόγια τῆς Πλώρης2