Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/18

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
16Λόγια τῆς πλώρης

μου παρὰ τὸ γιὸ τοῦ φίλου μου, τοῦ ἀδερφοῦ μου. Τὸ Μαριὼ εἶνε δικό σου· μὲ μιὰ συμφωνία. Θ’ ἀρνηθῇς τὴ θάλασσα. Ἐκεῖνο ποῦ ἔλεγε ὁ πατέρας σου τὸ λέω καὶ γώ. Δὲν ἔχει πίστη, δὲν ἔχει ἔλεος. Θὰ τὴν ἀφήσῃς λοιπὸν τὴ θάλασσα.

— Μὰ τί νὰ κάμω; τοῦ εἶπα· πῶς θὰ ζήσω; Ξέρεις καλὰ πῶς ἄλλη τέχνη δὲν ἔμαθα.

— Τὸ ξέρω. Μὰ τὸ Μαριὼ ἔχει τὸ δικό του.

— Λοιπὸν θὰ πάρω γυναίκα νὰ μὲ τρέφῃ;

— Ὄχι, δὲ θὰ σὲ τρέφῃ· μὴ θυμώνεις. Δὲ θέλω νὰ σὲ προσβάλω. Θὰ δουλέψῃς· θὰ δουλέψετε κ’ οἱ δυό. Εἶνε τὸ περιβόλι, εἶνε τ’ ἀμπέλι, εἶνε τὸ χωράφι. Δουλευτάδες καρτεροῦν.

Ἡ ἀλήθεια εἶνε πῶς δὲν ἤθελα καὶ τίποτε ἄλλο. Τὴ θάλασσα τὴν ἀρνιόμουν καὶ τὴν ἀπαρνιόμουν. Εἶχα καταντήσει σὰν τὸν Ἅι Λιᾶ ποῦ πῆρε στὸν ὦμο τὸ κουπὶ καὶ ἀνέβη στὰ βουνά, ζητῶντας κατοικία ἐκεῖ ποῦ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἤξεραν τ’ ὄνομά του. Παρόμοια καὶ γώ. Οὔτε τ’ ὄνομά της, οὔτε τὸ χρῶμα της. Τὰ κάλλη της δὲν εἶχαν γιὰ μένα μυστικά, τὰ μάγια λύθηκαν.

— Σύμφωνοι, τοῦ εἶπα· ἔχεις τὸ λόγο μου.

Τρία χρόνια ἔκαμα μὲ τὸ Μαριὼ ἀπάνω στὸ Τραπί, χωριὸ τοῦ πεθεροῦ μου· τρία χρόνια ζωὴ ἀληθινή. Ἔμαθα τὴν ἀξίνα καὶ δούλευα μαζί της τὸ περιβόλι, τὸ ἀμπέλι, τὸ χωράφι. Πῶς πέρναε ὁ καιρὸς δὲν τὸ κατάλαβα. Δουλειὰ κι’ ἀγάπη. Τόρα σκάφταμε, τόρα τρέχαμε κάτω ἀπὸ τὶς κιτριὲς σὰν πουλαράκια πρω-