Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/22

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
20Λόγια τῆς πλώρης

Ὁ καπετὰν Μαλάμος φρεσκοξουρισμένος, γελαστός, μὲ τὴν τσόχινη βράκα καὶ τὸ πλατὺ ζωνάρι· δίπλα του ἡ καπετάνισσα ντυμένη στὰ μεταξωτά, ἄστραφταν κ’ οἱ δυό τους σὰν νὰ ἔκαναν πάλι τὸ γάμο τους. Καὶ τὸ βιολί, τὸ λαγοῦτο, τὸ νάϊ λάλαγαν τὴ χαρὰ στὰ τετραπέρατα.

Ἐγὼ – τί νὰ σοῦ εἶπῶ; δὲ χαιρόμουνα καθόλου. Καθισμένος κατάνακρα ἔβλεπα τὴ θάλασσα νὰ φτάνῃ στὰ πόδια μου καὶ κάποια θλίψη μοῦ ἔσφιγγε τὴν καρδιά. Ἔπειτ’ ἀπὸ χρόνια ἔβλεπα τὴν πρώτη μου ἀγάπη, γαλαζοντυμένη, γελαστή, χαρούμενη. Πίστεψα πῶς μὲ κύταζε κατάματα, πῶς μιλοῦσε θλιμένα πῶς μ’ ἔβριζε παραπονιάρικα.

— Ἄπιστε, ἀπατεῶνα, δειλέ!…

— Πίσω μου διάτανε! εἶπα κάνοντας τὸ σταυρό μου.

Ἠθέλησα νὰ φύγω· ἀλλὰ δὲ βάσταγαν τὰ πόδια μου. Μολύβι τὸ σῶμα κόλλησε στ’ ὀρθολίθι καὶ τὰ μάτια μου, τ’ αυτιά, ἡ ψυχή μου ὅλη παραδομένη στὸ κῦμα, ἄκουε το παράπονο:

— Ἄπιστε, ἀπατεῶνα, δειλέ!…

Λίγο ἔλειψε ν’ ἀρχίσω τὰ δάκρυα.

— Ἔ, πουλί μ’ τί συλλογιέσαι, ἀκοῦω δίπλα μου.

Καὶ βλέπω τὴ Μαριώ, πάντα ὄμορφη γελαστὴ μὲ τὸ λεβέντικο ἀνάστημά της. Σάστισα, λὲς καὶ μ’ ἔπιανε νὰ κάνω ἀπιστίες.

— Τίποτα, εἶπα, τίποτα… Πιάσε με νὰ σηκωθῶ, γιατὶ ζαλίστηκα.

Καὶ γατζώθηκα ἀπάνω της σὰν νὰ φοβόμουν μὴ μὲ συνεπάρῃ τὸ κῦμα. Ὁ παπᾶς ντυμένος τ’ ἄμφια διά-