Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/201

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Κακοσημαδιὰ199

παιγνίδι του. Μαῦρο σὰν χοῦφτα χῶμα, πετοῦσε ἀργὰ-ἀργά, λὲς καὶ φρόντιζε νὰ μή χαθῇ ἀπὸ τὰ μάτια μας. Πότε στριφογύριζε στὴ γολέτα, πότε διέβαινε σαΐτα ἀνάμεσ’ ἀπὸ τὰ πανιὰ καὶ χώνευε στὶς στραλιέρες καὶ καβαλλίκευε τὸν τρίγκο καὶ περνοῦσε κάτω ἀπὸ τὰ κουρτελατσίνια καὶ καθότανε στὸν ἔξω φλόκο. Ἄξαφνα μὲ φωνὲς καὶ φτεροκοπήματα πηδοῦσε πάλι μέσα, κατέβαινε στὸ φλίς, ροβολοῦσε στὴ μποῦμα. Καὶ ἀποκεῖ ρίχνοντας ἄλλη φωνή, ξανάρχιζε τὸ παράξενο κλωθογύρισμά του.

— Πίσω μου, διάολε!… ἔλεγε ὁ μαυροκαπετάνιος.

— Μωρέ, τὸ κεφάλι μου κόβω, πῶς δὲν εἷναι πουλὶ αὐτὸς ὁ πειρασμός· εἶπε μιὰ στιγμὴ ὁ Μπαρμπατρίμης. Πιάσε, λέω, τὴν τσάγκρα μὲ τὸ ζερβὶ νὰ μὴ σοῦ τὴν πάρῃ, καπετάνιε!… Δὲν ἀκοὺς μιὰ ὥρα τόρα τὸ σκυλὶ πῶς γρινιάζει!

Ἀληθινὰ ὁ Πιστός, ὁ σκύλος μας, πεσμένος στὴν πλώρη, μὲ τὴν οὐρὰ κρυμμένη στὰ σκέλια, τὸ κεφάλι ριγμένο στὰ μπροστινά του, ἀνοιγοσφαλοῦσε τὰ μάτια καὶ γρίνιαζε, Ἀρχίσαμε τὰ σταυροκοπήματα. Ἄλλος φιλοῦσε τὸ φυλαχτὸ του, ἄλλος ἔπαιρνε στὴν τσέπη του κερὶ τοῦ Ἐπιτάφιου κι’ ἄλλος μουρμούριζε τὰ τροπάρια. Ὁ καπετάνιος, καθὼς εἶδε τὸ σκυλί, σταυροκοπήθηκε, ἔπιασε μὲ τὸ ζερβί του χέρι τὸ σκαντάλι.

Τέλος ἦρθε μιὰ στιγμὴ ποῦ εἴπαμε πῶς τέλειωσαν τὰ βάσανα! Ἡ κουκουβάγια ἄρχισε ν’ ἀργοπετᾷ, νὰ χαμηλώνῃ καὶ ἄξαφνα βρόντησε χάμου στὸ κατάστρωμα.

— Βάρ’ της! φωνάξαμε ὁμόφωνοι.

Ὥστε νὰ ξαμώσῃ ὁ καπετάνιος, χάθηκε ἀπὸ μπρός