κεῖνο. Ἀπὸ τὸ ἀντίθετο πλευρὸ κατέβαινε τοῦ φεγγαριοῦ ἡ λαμπάδα κι’ ἔγλυφε μὲ γλῶσσες ἀργυρὲς τὸ κατραμαλειμμένο σκαφίδι μας.
Ὁ ἀέρας ὅλο καὶ δυνάμωνε· σφύριζε μέσα στ’ ἄρμενα κι’ ἔβγαζε χίλιων λογιῶν φωνές. Ὁ Μπαρμπατρίμης συλλογισμένος ἀφτιαζότανε τὸ σφύριγμα καὶ τὴν ὥρα ποῦ ὁ καπετάνιος τὸν πλησίαζε, τοῦ ξανάειπε ἀνήσυχος:
— Καπετὰν Κρεμύδα, ὁ νότος δυναμώνει. Νὰ μαϊνάρουμε, λέω, λίγα πανιά.
— Κάμε ὅ,τι θές· ἀπάντησε κεῖνος.
Ἀκούμπησε ἀγκομαχῶντας στὴν κουπαστὴ καὶ παράτησε τὴν τσάγκρα. Μὰ τὴν ἴδια στιγμὴ ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τῆς κουκουβάγιας ἀπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του:
— Κουκουβάου!… κουκουβάου-βάου!…
Τὸ ἀναθεματισμένο! τόση ὥρα ἦταν χωμένο στὸ ξάρτι καὶ μεῖς χαμπάρι δὲν εἴχαμε. Τινάχτηκε ὀρθός, ἔδραξε τὴν τσάγκρα καὶ ἀγριοφώναξε:
— Στὸ τιμόνι, Μπαρμπατρίμη! στὸ τιμόνι κι’ ἀπάνω του!…
Ἀφήσαμε ὅλοι τὰ πανιά καὶ πῆρε καθένας τὴ θέση του. Ὁ Μπαρμπατρίμης γύρισε τὴ γολέτα ἀπὸ τὴν Ἐρμόμηλο κατὰ τὰ Γερακούνια. Τὸ μέρος ἔχει ρέματα κι’ εὔκολα μπορεῖ νὰ σὲ ξεπέσῃ. «Ἐρημόμηλο ξεπέσῃς, Γερακούνια καταντᾷς», ἔλεγαν οἱ παλαιοί. Μὰ ὁ γέροντας εἶχε στιβαρὸ καὶ πιδέξιο χέρι. Ὅταν χούφτωνε τὸ τιμόνι, λαχτάρα τό πιανε. Δὲν εἴχαμε φόβο κι’ ἀρχίσαμε πάλι τὸν τρελλὸ ἀγῶνα.
Μὰ τὸ πουλὶ τὸ πλάνο, δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ πάψῃ τὸ