Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/202

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
200Λόγια τῆς πλώρης

μας. Ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ μᾶς βρίζῃ, ποῦ δὲ μιλήσαμε σύγκαιρα. Μὰ τὴν ἴδια στιγμὴ βλέπω τὸ Μπαρμπατρίμῃ νὰ παραιτῇ τὸ δοιάκι καὶ ἀρκουδίζοντας νὰ τὸν πλησιάζῃ καὶ μὲ χειρονομίες νὰ δείχνῃ στὸ σχοινὶ τῆς μεσανῆς στραλιέρας.

— Βάρ’ της!

Μπάμ! ἀντήχησε καὶ καπνὸς μὲ σκάγια καὶ στουπιὰ ἔπεσε στὰ πανιά, σὰν νὰ τὰ ἔδερνε ἁδρὺ χαλάζι. Μὲ τὴν ντουφεκιὰ ἕνας ἄλλος κτύπος συγκρατητὸς ἀκούστηκε, ὅπως ὅταν γκρεμίζεται δέντρο συγκλαδοκορμόρριζο. Πέσαμε ὅλοι προύμυτα.

Ὁ διάβολος ἔκαμε τὸ σκοπό του! Μιὰ στιγμὴ ποῦ παράτησε ὁ γέρος τὸ τιμόνι, μᾶς ἅρπαξε τὸ ρέμα μᾶς ἔσπρωξε ἀπάνω στὰ Γερακούνια καὶ ἡ γολέτα ἄνοιξε σὰν καρύδι. Καὶ ἀπὸ τὴ θαμπὴ ἐρημιὰ τοῦ νησιοῦ ἀνέβηκε γιά τελευταῖα φορὰ πλιὸ ἄγρια κι’ αἱματοπήχτρα ἡ φωνὴ τῆς κουκουβάγιας.

— Κουκουβάου!… κουκουβάου-βάου!…

— Ἄχ, μ’ ἔχασες, πειρασμέ!… στέναζε ὁ καπετάνιος τραβῶντας τὰ μαλλιά του.

Μὰ ὁ Μπαρμπατρίμης ἔτρεξε καὶ τοῦ βούλωσε τὸ στόμα.

— Φτύσ’ στὸν κόρφο σου, καπετάνιε! φτύσ’ στὸν κόρφο σου καὶ μὴ βαργομᾷς τὸ Θεό!… Νὰ ποῦ ξεδιάλυνε ἡ κακοσημαδιά. Κάλλιο στὸ καράβι παρὰ στὸ σπίτι σου!

Ὁ καπετὰν Κρεμύδας γύρισε καὶ τὸν κοίταξε ἄφωνος. Θυμήθηκε τὸ σπίτι του, τὴ γυναῖκά του κλιναρομένη νὰ χαροπαλαίβῃ, νὰ γυρίζῃ ἐδῶ καὶ κεῖ τὰ φωτερὰ μάτια της καὶ κάτω τὰ παιδιὰ νὰ σέρνον-