Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/196

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
194Λόγια τῆς πλώρης

ἀνέβαινε καὶ ξέσπαε βρισάρα, σὰν τὸ κῦμα ποῦ πιάνεται παιγνιδιάρικο στὸ ἕνα ἀκρογιάλι καὶ καταντᾷ στὸ ἀντικρυνὸ τρομερὸς κοσμοχαλαστής. Ἀλλὰ τὸ πουλί, σὰν νὰ χαιρόταν μὲ τὴν παραφορά του, ἄνοιγε τὸ στόμα καὶ χαυνιζόταν πλατειὰ μὲ χαμόγελο καὶ περιφρόνηση. Καὶ κεῖνος βλέποντάς το ἔτσι ὅλο ἄναβε· βλαστημοῦσε κι ἔβριζε καὶ χειρονομοῦσε καὶ δάγκωνε τὰ δάχτυλά του.

— Μωρέ, φέρε μου τὴν τσάγκρα! φώναξε ἄξαφνα. Φέρε μου τὴν τσάγκρα νὰ τοῦ πιῶ τὸ αἷμα!

Κίνησα νὰ κάμω τὸ θέλημά του. Ἀλλὰ δὲν εἶχε ὑπομονή. Ἔφτασε πρῶτος στὴν κάμαρη, ἅρπαξε τὸ σκουροντούφεκο καὶ ἀπὸ τὴ σκάλα τὴν ἄναψε στὸ πουλί. Ἕνας ξερὸς χτύπος ἀκούστηκε μὰ τίποτ’ ἄλλο. Ὁ κόκορας ἔπεσε, ἀλλὰ δὲν ἔπιασε τὸ καψοῦλι. Παγώσαμε. Κακοσημαδιὰ στὴν κακοσημαδιά! Καλὰ τὸ εἶπε ὁ καπετὰν Κρεμύδας: Ἢ στὸ καράβι ἢ στὸ σπίτι μεγάλο κακὸ θὲ νὰ γένῃ…

Στὸν ξερὸ χτύπο ἡ κουκουβάγια πέταξε. Ἀλλὰ δὲν πέταξε μακριὰ νὰ φύγῃ, νὰ χαθῇ ἀπὸ μπρός μας. Χαμοπετοῦσε περίγυρα σχίζοντας τὸν ἀέρα μὲ τὰ ψαλιδωτὰ φτερά της, καθότανε στὸ ξάρτι κι ἔρριχνε ξαφνικὰ μιὰ στριγγιὰ φωνῆ ποῦ πάγωνε τὸ αἷμα.

— Κουκουβάου!… κουκουβάου-βάου!…

Ὁ ἥλιος ἦταν βασιλεμένος καὶ δὲν ἔβλεπες στὴ δύση παρὰ σύννεφα αἱματοβαμμένα καὶ κατακόκκινο ἀθέρα σὰν ἀντιλάμπισμα μεγάλης πυρκαγιᾶς. Πέρα στὸ Τσιρίγο ὁ νότος ἔχτισε τέμπλο, σωριάζοντας σύννεφα θεοσκότεινα στὴ βάση, στὴ μέση ἀνοιχτότερα, στὴν κορφὴ καταγάλαζα. Κι’ ἀπάνω στὰ