Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/197

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Κακοσημαδιὰ195

κυματιστὰ χείλη, στοὺς πύργους καὶ τὶς πολεμίστρες, ἔχυσε πλατὺ χρυσογάϊτανο κι’ ἄλλο ἀποπάνω ἀργυρὸ καὶ ψηλὰ γιὰ φλάμπουρο σήκωσε τὸν Ἀποσπερίτη. Καὶ πίσω ἀποκεῖ σαΐτευε σπηλιάδα σὲ σπηλιάδα τὸν ἄνεμο, καρτερῶντας τὴ στιγμὴ νὰ χυθῇ συφάμελος ν’ ἀναποδογυρίσῃ τὸν κόσμο. Ὁ Μπαρμπατρίμης, ποῦ ἀκολουθοῦσε συλλογισμένος τὸ χτίσιμο τοῦ τέμπλου, εἶπε τοῦ καπετάνιου:

— Καπετὰν Κρεμύδα, θὰ μᾶς βγάλῃ ἀέρα ὁ νότος. Λέω νὰ πάρουμε κάτω λίγα πανιά.

— Μπά! καλοκαιρινὸς εἶνε· ἄς το κι’ ἂς πάει!…

Ὁ καπετάνιος ἦταν ἀγαθὸς ἄνθρωπος. Μακριὰ ὅμως νὰ μὴν τὸν θυμώσῃς. Τὸν θύμωσες; Ἴδιος βοριᾶς γίνεται. Τρέχα νὰ μπῇς στὸ λιμνοστάσι γιατὶ φίδι ποῦ σ’ ἔφαγε!

— Ἂν δὲ σοῦ πιῶ τὸ αἷμα, νὰ μὴ μὲ εἰποῦν καπετὰν Κρεμύδα! εἶπε σκάζοντας χάμω τὸ σκοῦφο του.

Ἄλλαξε τὸ καψοῦλι, ἔφτιασε τὴν ἀβιζώτη.

— Κυβέρνα καλά, Μπαρμπατρίμη, εἶπε· ἴσ’ ἀπάνου στ’ ἄτιμο! Τήρα καλὰ νὰ μὴν τὸ χάσῃς ἀπὸ τὰ μάτια σου!

— Λέω, καπετάνιε, νὰ μαϊνάρουμε λίγα πανιά. Θὰ βγάλῃ ἀέρα ὁ νότος.

— Μωρέ, δός τοῦ νὰ παίρνῃ, γεροξεκουτιάρη! Κυβέρνα καλὰ κι’ ἀπάνω του σοῦ λέω!…

Ὁ Μπαρμπατρίμης μουρμουρίζοντας ἔκατσε στὸ τιμόνι καὶ χούφτωσε τὸ δοιάκι. Ὁ ἀέρας ὅλο καὶ δυνάμωνε. Οἱ σπηλιάδες ἔρχονταν συχνότερες καὶ τὰ πανιὰ ἄρχισαν νὰ γεμίζουν, τὰ ξάρτια καὶ οἱ μακαράδες νὰ τριζοβολοῦν. Ὁ γέρος ἔδινε τόρα τὰ προ-