Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/195

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Κακοσημαδιὰ193

τὸν πνίξῃ. Κοίταζε τὸ πουλὶ καὶ δὲν ἔπαυε νὰ μουρμουρίζῃ σὰν ἀδικοτυραννισμένη ψυχή:

— Φτοῦ! σὲ ξορκίζω μὲ τὸν ἀπήγανο, πειρασμέ! Τί θὲς, μωρέ, ἀπὸ μένα, ἄθεε!… Φεύγα ἀποπάνω μου καὶ μὴ μὲ κολάζεις. Ἄσε με, φαμελίτη ἄνθρωπο νὰ βγάλω τὸ ψωμί μου!…

Μὰ ἐκείνῃ δὲν καταλάβαινε ἀπὸ τέτοια. Κάθε τόσο χαμηλοπλάγιαζε τὸ κεφάλι ζερβόδεξα, σὰν ν’ ἀφτιαζόταν μαντέματα, ποῦ ἔφερε ἀπὸ μακριὰ ὁ αἱματοβαμμένος ἀθέρας. Ἔπειτα τὸ ψήλωνε ἀπότομα μὲ τὰ μάτια κάπου γιαλιστά, σὰν νὰ εἶχε ἀφαιρεθῇ ἀπὸ τὰ κοσμικὰ γιὰ νὰ ξηγήσῃ τὰ μαντέματα. Καὶ ἄξαφνα γύριζε στὸν καπετάνιο σὰν νὰ ἔλεγε: Κοίταξε καλά· ἄν θελήσω, ἀλλίμονο σὲ σένα καὶ στὸ σπίτι σου!…

Ἔσκυβε ἔπειτα, ἔχωνε τὴ μύτη στὰ στήθη της, σήκωνε τὰ λιανοπούπουλα τοῦ προσώπου σὰν ἀγκιστρωτὰ λεπίδια, γούρλωνε τὰ μάτια, θερίο μανισμένο ποῦ ξέσχιζε τὰ κρέατά του γιὰ νὰ ξεθυμάνῃ. Ὁ μαυροκαπετάνιος βλέποντάς την ἔτσι, χαμήλωνε τὰ μάτια κι’ ἔφευγε νὰ μὴν τὴν θυμώσῃ περισσότερο. Μὰ ἀφοῦ βημάτιζε λίγο στεκότανε ἀπότομα κάτω ἀπὸ τὸ πινὸ καὶ σταυρώνοντας τὰ χέρια σήκωνε τὸ κεφάλι καὶ τῆς ἔλεγε:

— Μωρή, φεύγα! πήγαινε στὸ καλό· πήγαινε στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν γονέωνέ μου! Ἄσε με νὰ πάω τὸ δρόμο μου καὶ μὴ μὲ κολάζῃς… Φεύγα, μωρὴ ἄτιμη, σκύλα, συχαμένη, βρωμιάρα!… Πήγαινε στὸ καλό, πήγαινε στὸ διάολο!…

Καὶ ἡ φωνή του ἀπὸ μαλακὴ καὶ παρακαλεστικὴ