Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/194

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
192Λόγια τῆς πλώρης

μπατρίμης. Οἱ μετάνιες καὶ τὰ κεριὰ δὲν ἔπαψαν ἀφόντας φύγαμε ἀπὸ τὴ Μύκονο.

Μὰ δὲν ἦταν τόρα ἡ πρώτη κακοσημαδιὰ παῦ ἔτυχε τοῦ καπετὰν Κρεμύδα. Πρὶν ἀκόμη ξεκινήσῃ ἀπὸ τὸ σπίτι, ὅλα τὰ σημάδια τοῦ ἦρθαν ἀνάποδα. Ζήτησε νὰ βάλῃ μισθωτὸ καπετάνιο στὴ γολέτα καὶ δὲν ἧβρε κανένα. Ὅταν εἶδε πῶς παίρνει βοηθητικὸς καιρὸς καὶ ἀποφάσισε νὰ φύγῃ, βρέθηκε Τρίτη· ἀνάβαλε. Κινάει τὴν Τετράδη νὰ κατέβῃ στὸ γιαλὸ καὶ πρῶτο πρᾶμα ποῦ ἀντίκρυσε ἦταν μιὰ γίδα. Τί νὰ κάμῃ; Γυρίζει πίσω. Τέλος τὴν Πέφτη, ἀφοῦ βγῆκαν οἱ συγγενεῖς του νὰ ψάξουν τοὺς δρόμους κι’ οἱ γυναῖκες τράβηξαν ἐμπρὸς νὰ διώξουν κάθε κακὸ συναπάντημα, κατόρθωσε νὰ φτάσῃ στὴ γολέτα.

Ὥς τόσο ἡ κουκουβάγια δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ ξεκολλήσῃ ἀπὸ τὸ καράβι! Ἦρθε πάλι καὶ κάθισε στὸ κατάρτι. Ἦταν γυρισμένη στὸν καπετάνιο καὶ στύλωνε τὰ μάτια της καταπάνω του. Μόλις τὴν εἶδα, φρόντισα μὲ χειρονομίες νὰ τὴν προγγίξω. Μὰ χίλια κι’ ἂν ἔκανα δὲν ξεκολλοῦσε ὁ πειρασμὸς. Ἔβλεπε τὶς χειρονομίες μου μιὰ στιγμὴ καὶ ἔπειτα γύριζε ἀλλοῦ τὸ κεφάλι μὲ περιφρόνηση σὰν νὰ μοῦ ἔλεγε: Μωρέ, ἄϊ χάσου!…

Τέλος ὁ καπετάνιος τὴν εἶδε.—Πίσω μου σατανᾶ! εἶπε κάνοντας τὸ σταυρό του. Σήκωσε τὰ μάτια καὶ τὴν κοίταξε κατάματα. Μὰ καὶ κείνη κατάματα τὸν κοίταζε, λὲς καὶ ἤθελε νὰ τον ἀβασκάνῃ. Στὸ τέλος τὸ κατάφερε. Ὁ καπετάνιος κιτρίνισε σὰν τὸ κερί. Ὕστερα γιὰ μιᾶς ἔγινε ἀράπης· ἀνέβηκε τὸ αἷμα νὰ