ἀλλὰ στὸ μνῆμα τοῦ πραματευτῆ κλωτσᾶ τὶς πλάκες, βρουχιέται κι ἀναθεματίζει:
Ἀσήκω, σήκω, Κωνσταντῆ, τὴν Ἀρετή μου θέλω!
Τὸ Θεὸ μοῦ βαλες ἐγγυτὴ καὶ τοὺς ἁγίους μαρτύρους
ἂν τύχῃ πίκρα ἢ χαρὰ νὰ πᾷς νὰ μοῦ τὴ φέρεις!
Ἡ κατάρα τῶν γονέων ἀκούεται, ὅπως καὶ ἡ εὐχή. Σηκώνεται ὁ Κωνσταντῆς μισολυωμένος ἀπὸ τὸ μνῆμα.
Κάνει τὸ σύγνεφο ἄλογο καὶ τ’ ἄστρι σαλιβάρι
καὶ τὸ φεγγάρι συντροφιὰ καὶ πάει καὶ τὴ φέρνει.
Ἡ μάνα βλέποντάς την ἄξαφνα δὲ μπορεῖ νὰ πιστέψῃ τὰ μάτια της. Καὶ ὅταν τέλος τὴν ἀναγνωρίζει καὶ μαθαίνει τὸν ἀνέλπιστο γερανό της σωριάζεται νεκρή. Ἡ Ἀρετὴ ἀπελπισμένη, ρίχνεται στὸ Θεό, παρακαλεῖ καὶ λέει Του:
Θέ μου καὶ κάνε με πουλί, κάνε με νυχτοπούλι,
νὰ περπατῶ στὶς ἐρημιὲς νὰ κλαίω τοὺς ἀδερφούς μου!
Ἔτσι ἔγινε κουκουβάγια ἡ πεντάμορφη. Ἄλλαξε τὸ σώϊ, δὲν ἄλλαξε ὅμως καὶ τὴν ψυχή. Ὁ ξεκληρισμὸς τὴν ἀκολουθεῖ ἀκόμη καὶ ὅπου καθίσῃ, φέρνει καὶ κεῖ τὴ νέκρα καὶ τὴν ἐρημιά. Ἀφοῦ τόρα ἦρθε κι’ ἔκατσε στὸ καράβι μας, βέβαια γιὰ καλὸ δὲν ἦταν. Μὰ γιὰ νὰ παρηγορήσω τὸν καπετάνιο ἔκαμα τὸν ἀδιάφορο.
— Μπά, δὲ βαριέσαι ποῦ πιστεύεις, καπετάνιε! τοῦ λέω. Ὁ Θεὸς καλὸς ὅλα καλά.
Ἐκεῖνος δὲν εἶπε τίποτα· κούνησε θλιβερὰ τὸ κεφάλι καὶ κατέβηκε στὴν κάμαρή του.
— Πάει ν’ ἀνάψῃ κι’ ἄλλο κερί· ψιθύρισε ὁ Μπαρ-