πετοῦσε δεξιά, θὰ εἴχαμε καλὸ ταξίδι· μά τόρα κακὰ σημάδια. Ἢ σὲ μᾶς, ἢ στὸ σπίτι κάτι κακὸ θὲ νὰ γένῃ!…
Καὶ γὼ ἐκείνη τὴν ὥρα τὰ ἴδια συλλογιζόμουνα. Ἡ κουκουβάγια λένε πῶς ἦταν ἀδερφὴ τῶν ὀχτὼ παιδιῶν καὶ τοῦ Κωσταντῆ. Ἡ μάνα της
Στὰ σκοτεινὰ τὴν ἔλουζε στ’ ἄφεγγα τὴν ἐπλέκε,
στ’ ἄστρι καὶ στὸν αὐγερινὸ ἔφτιανε τὰ σγουρά της.
Ὅταν ἔγινε δώδεκα χρονῶν ἦρθαν προξενητάδες καὶ τὴν ζητοῦσαν νύφη στῆ Βαβυλῶνα. Ἡ μάνα καὶ τὰ ὀχτὼ τ’ ἀδέρφια δὲν ἤθελαν νὰ τὴ δώσουν τόσο μακριά· δὲ μποροῦσαν νὰ ὑποφέρουν τὸ χωρισμό της· Μὰ ὁ Κωσταντῆς ἐπίμενε καὶ κάθε μέρα ἔλεγε τῆς γριᾶς του:
Δός τηνε, μάνα μ’, δός τηνε τὴν Ἀρετὴ στὰ ξένα,
Στὰ ξένα ’κεῖ ποῦ περπατῶ στὰ ξένα ποῦ πηγαίνω,
Νά ’χω καὶ γὼ παρηγοριὰ νά ’χω καὶ καὶ γὼ κονάκι.
Μὰ τῆς μάνας ἡ καρδιὰ δὲ θέλει ν’ ἀκούσῃ τὰ λόγια τοῦ πραματευτῆ καὶ σοφὰ τοῦ ἀπαντᾷ:
Φρόνιμος εἶσαι, Κωσταντῆ, κι’ ἄσχημα ἀπελογήθης.
Κι’ ἂν μὤρθη, γιέ μου, θάνατος κι’ ἂν μὤρθη, γιέ μ’, ἀρρώστια
Κι’ ἂν τύχη πίκρα ἢ χαρὰ ποιὸς θὰ μοῦ τηνε φέρει!