Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/191

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Κακοσημαδιὰ189

Τοῦ ναύτ’ ἡ μάνα ζύμωνε τοῦ γιοῦ της παξιμάδι!…

— Σκάσε, βρέ! μὴ σοῦ σπάσω τὸ δοιάκι στὸ κεφάλι! μ’ ἔκοψε ὁ καπετάνιος.

Ξέχασα τὸ τραγοῦδι καὶ λούφαξα σὲ μιὰ κώχη. Σηκώνω τὰ μάτια καὶ βλέπω στὸ πλωριὸ κατάρτι μιὰ κουκουβάγια. Τὰ μαῦρα νυχοπόδαρά της γύριζαν δαχτυλίδια στὰ χείλη τῆς κόφας καὶ στήριζαν ἀκίνητο τὸ κορμὶ σὰν νὰ ἦταν ψεύτικη. Καὶ ἀληθινὰ ἔμοιαζε γιὰ ψεύτικη. Ἦταν ἡ ὀμορφότερη κουκουβάγια ποῦ εἶδα στῆ ζωή μου! Ὅπως καθόταν συμμαζωμένη, μὲ τὰ μάτια στυλωμένα πέρα, δὲν ἔκανε τὴν ἀσχήμια ποῦ ταιριάζει στὸ σώϊ. της. Ἔμοιαζε καλονοικοκυρά, βγαλμένη στὴν πόρτα νὰ περιμένῃ τὸν ἄντρα της. Μοῦ ἦρθε ὄρεξη νὰ παίξω μὲ τὸ πουλὶ καὶ ἄρχισα νὰ τὸ προγγάω:

— Ξιξιξί!… ξιξιξί!…

— Τί κάνεις αὐτοῦ, μωρέ! μοῦ φωνάζει ὁ καπετάνιος.

— Μιὰ κουβάγια κάθεται στὴν κόφα.

— Κουκουβάγια!…

Σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέση του καὶ ἦρθε νὰ τὴν ἰδῇ ἀπὸ κοντά. Μὰ ἐκείνη καθὼς ψήλωσα τὸ χέρι μου νὰ δείξω, φροῦ!… ἔκαμε καὶ πέταξε πέρα. Ὁ καπετὰν Κρεμύδας ἀκολούθησε γιὰ κάμποση ὥρα τὸ τρεμουλιαστὸ πέταμά της κι’ ἔπειτα, σὰν νὰ μὴν εἶχε δύναμη νὰ γυρίσῃ στὴ θέση του, σωριάστηκε ἀπάνω στὸ ἀμπάρι. Ἔμεινε ἐκεῖ μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο. Ἔπειτα μοῦ εἶπε:

Κακοσημαδιά, μωρὲ παιδί· μεγάλη κακοσημαδιά! Εἶδες τὸ ἄτιμο νὰ πάρῃ τὰ ζερβά!… Ἂν