Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/190

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
188Λόγια τῆς πλώρης

θάλασσα ἀσπρογάλαζη, καθρέφτιζε τοὺς ἴσκιους τῶν νησιῶν καὶ αὐλακωνόταν ἀπὸ τὰ ρέματα, σὰν πλατὺς κάμπος κιμωλίας, ζωσμένος ἀπὸ δρόμους καὶ μονοπάτια. Καὶ τὰ νησιά, ἡ Μῆλος καὶ ἡ Ἐρμόμηλος ποῦ τρέφει τ’ ἀγριόγιδα· πίσω ἡ Σίφνος καὶ ἡ Σέρφος μὲ τὰ παρδαλὰ γαϊδούρια της· ἡ Νάξο παραπάνω μὲ τοὺς Βαραββάδες καὶ ἡ Πάρο μὲ τὰ μάρμαρα· ἡ Πόλυβος ἡ καμπουρωτὴ καὶ ἡ Κίμωλος, ἡ σαλαμάντρα· ἡ Σίκινος, καὶ ἡ Φολέγαντρος ἐδῶθε καὶ κάτω τὰ Γερακούνια χωριστά, σὰν κοτρώνα κυματοπλανημένη ἔπαιρναν ἕνα χρῶμα κι’ ἔδιναν μύρια. Ἔστεκε τὸ ἕνα μὲ κάποιο συγνεφάκι στὴν κορφή· τὸ ἄλλο μὲ ζωνάρι καταχνιὰ στὴ μέση· τὸ δῶθε μὲ κροκκοβαμμένο μέτωπο· τὸ κεῖθε καστανοστεφανωμένο· τὸ παρακεῖ μὲ κάτασπρο χωριδάκι, σὰν ἁπλοχωριὰ χιονιοῦ ποῦ λησμονήθηκε στὴ λακκούλα του. Καὶ πέρα στὴ θάλασσα, σὲ μεταξωτὸ παραπέτασμα τὰ καράβια κοντυλογραμμένα, πήγαιναν ὀκνὰ κι’ ὁ μαῦρος καπνὸς τῶν βαποριῶν ψήλωνε κι’ ἔσβυνε σὲ χρυσόξανθες τουλοῦπες. Ἀνάερα πουλάκια πετοῦσαν κυματιστὰ κι’ ἔλαμπαν τὰ χιονᾶτα στήθη τους, σὰν ἀργυρᾶ φύλλα ποῦ ἅρπαξε ὁ ἄνεμος ἀπὸ ἐργαστῆρι χρυσικοῦ· καὶ κάτω ἀπὸ τὰ κοντινά μας ἀκρογιάλια τῆς στεριανῆς ζωῆς ἡ βουὴ ἔφτανε, γεμάτη χαρὲς καὶ γέλια. Χώρια ἀπὸ τὸν καπετάνιο, οἱ ἄλλοι ἁπλώναμε τὴν ψυχὴ νὰ ρουφήξουμε κείνη τὴν παράδεισο, μὲ ζήλια στὰ μάτια γιὰ κείνους ποῦ τὴ χαίρονται. Καὶ ἄξαφνα, δὲν ξέρω πῶς, ἔνιωσα μιὰν εὐτυχία γλυκειὰ καὶ μιὰ θλίψη πιὸ γλυκότερη, ποῦ ἤθελα νὰ τὴ φωνάζω, γιατὶ μ’ ἔπνιγε. Καὶ ἄρχισα τὸ τραγοῦδι: