χωρὶς αἰτία· πότε τραβοῦσε τὰ μαλλιὰ καὶ χτυποῦσε τὸ κεφάλι του στὰ ξύλα. Καὶ ὅλο βλαστημοῦσε τὴν τύχη του καὶ τὴν τέχνη του.
Στὴ γολέτα εἶχαν ἁπλωμένα ὅλα τὰ πανιά. Τέσσεροι φλόκοι ἐμπρὸς καὶ πέντε πανιά στὸ πλωριὸ κατάρτι, τρεῖς στραλιέρες στὴ μέση, μπούμα καὶ φλὶς στὸ πρυμιὸ κατάρτι. Μὰ τὸ ξύλο ἔμενε ἀκίνητο σὰν βάρυπνο. Ρίζες ἔρριξε, νομίζεις, στὸν πάτο καὶ θὰ βλαστοβολήσῃ. Ἀποκαρωμάρα βασίλευε γύρω, ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ξύλο, ἀπὸ θάλασσα σὲ οὐρανό. Κουρελιασμένα σύγνεφα καφετιά, κρέμονταν ἐδῶ καὶ κεῖ καὶ σταχτοκόκκινη σκόνη καθόταν ἀνάλαφρα στὶς στεριὲς καὶ τὴ θάλασσα. Πότε καὶ πότε ἔβγαζαν καμμιὰ σπηλιάδα, ἔπαιρναν μπουρίνα τὰ πανιὰ καὶ αὐλακώναμε τὴ θάλασσα ζερβόδεξα μ’ ἕνα γλυκομουρμούρισμα, ἀποκαρωτικὸ καὶ κεῖνο. Ἔπειτα ἔπεφτε ὁ ἄνεμος, τὰ πανιὰ κυματοῦσαν σιγαλινά, τὰ σχοινιὰ λάγκευαν καὶ χτυπιόνταν στὸ κατάστρωμα, ὥς ποῦ ἔμεναν ἀκίνητα. Κι’ ὁ καπετὰν Κρεμύδας φαρμακωμένος συχνοψιθύριζε, σφίγγοντας τὰ δόντια του.
— Ὅρσε, διάολε! μιὰ φέρνει νὰ μᾶς πνίξῃ, μιὰ μαγκάρει… Ταρσανᾶ θὰ κάνουμε!…
— Σώπα, καπετάνιε, καὶ γλήγορα δυναμώνει ὁ νότος· εἶπε ὁ Μπαρμπατρίμης. Γιὰ ἰδὲς τί τέμπλο ἔκανε στὸ Τσιρίγο!
Ἀληθινὰ κάτω στὴ νοτιὰ μαυροκόκκινα σύγνεφα σωριάζονταν τετραπανωτά. Καὶ πίσω βασιλεύοντας ὁ ἥλιος σαΐτευε ἀνάμεσα ἀπὸ κροσσωτὲς σχισμάδες, ἀπὸ σκοτεινόξανθες ἢ αἱματοβαμμένες σπηλιὲς, δεμάτια ἀχτῖνες, ἔλουζε τὴ γῆ μὲ φῶς καὶ χρώματα. Ἡ