Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/188

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
186Λόγια τῆς πλώρης

Οἱ ναῦτες ἔσκυβαν τὸ κεφάλι καὶ σκορποῦσαν κατακόκκινοι ἀπὸ ντροπή, σὰν παρθένες ἄβγαλτες, μὲ λυπητερὸ χαμόγελο στὰ χείλη καὶ μ’ ἕνα δάκρυ, ψιλὸ-ψιλὸ καὶ ἄφαντο στὴ βρύση τῶν ματιῶν τους. Κι’ ὁ καπετάνιος πικραμένος, ἔφευγε σέρνοντας στὸ κατάστρωμα τὰ ποδήματά του γιὰ νὰ φανῇ φοβερὸς καὶ κλειότανε στὴν κάμαρή του. Γιατὶ καὶ κείνου ἡ καρδιὰ λαχτάριζε γιὰ τὴ Μύκονο. Ἐκεῖ εἶχε τὴ γυναῖκά του, τὴν ψιλομελάχροινη Ἐλεφάντω μ’ ἕνα παιδὶ στὴν κούνια κι’ ἄλλο στὴν κοιλιά. Οἱ καιροὶ ἐνάντιοι μᾶς ἄργησαν στὴ Μαύρη θάλασσα καὶ ἀντὶ νὰ φτάσουμε στὴ Μαρσίλια, δὲν εἴχαμε οὔτε τὸ μισὸ δρόμο παρμένον. Μὰ νὰ ποῦ ἦταν κάποιος σαββατογεννημένος στὴ γολέτα κι ἔπιασε δυνατὸς γρεγολεβάντες στὰ Μπουγάζια κι ἥβραμε τὸν Καβοντόρο χειμωνιάτικο καὶ διπλάρωσε ἡ «Βαγγελίστρα» μας κάτω ἀπὸ τὸν Τσικνιᾶ. Ὁ καπετάνιος πρῶτος ἔτρεξε σπίτι του. Μὰ στὸ γυρισμὸ οὔτε παιγνίδια οὔτε φίλους ἔφερε. Καὶ στὸ ταξίδι τόρα, ἂν καὶ εἶχε τὴν πλώρη κατὰ τὸ Γαρμπῆ, τὰ μάτια του ἦταν στυλωμένα στὸ Γρέγο κι’ ἔβλεπε πάντα ἐμπρός του, ἀπὸ τὰ χιονᾶτα σπίτια καὶ τὶς ὁμορφιες ἐκλησιὲς τοῦ νησιοῦ ἕνα μονάχο σπιτάκι καὶ μέσα τὴ γυναῖκά του, κλιναρομένη νὰ χαροποιλαίβῃ! Τὴν ἔβλεπε νὰ γυρίζῃ τὰ φωτερὰ μάτια της καὶ ν’ ἀργολέῃ μὲ ἀδύνατη φωνή:—Ποῦ εἶσαι, Μανωλιὲ καὶ μαυροκαπετάνιε!… Ποῦ εἶσαι, Μανωλιὲ καὶ μαυροκαπετάνιε!…

Καὶ ποῦ νὰ ζητήσῃ, ποῦ νὰ ἕβρῃ ἡσυχία ὁ Μανωλιός. Δρασκέλαε τὸ κατάστρωμα, σὰν τὸ λιοντάρι· πότε μίλαε μόνος του δυνατά· πότε χειρονομοῦσε